Thursday, August 30, 2012

Σπάσε τα δεσμά ΄.

Θέλω να νιώσω λίγη ελευθερία. Θέλω τα δεσμά που μου προκαλούν ασφυξία να τα καταστρέψω με μια μόνο κίνηση. Ο ουρανός να γίνει γαλανός να τον κοιτάξω με τα μάτια της ψυχής μου , να πάρω μια βαθιά ανάσα και το γαλάζιο χρώμα του να κατακλύσει τα σωθικά μου. Να νιώσω ότι ανήκω σε εμένα, μόνο σε εμένα. Ο δρόμος της ευτυχίας μου δεν είναι μακριά. Μα θα πρέπει να ψάξω να τον βρω. 

Monday, August 6, 2012

Το ταξίδι... Μέρος 3ο


Ο γάμος έγινε με όλες τις τιμές που άρμοζαν στην νύφη και τον γαμπρό. Ένα μεγάλο γλέντι στήθηκε μετά μέχρι τις  πρώτες πρωινές ώρες.  Η νύφη και ο γαμπρός αποσύρθηκαν  αποχαιρετώντας τους καλεσμένους τους. Όλοι είχαν να λένε για το νιόπαντρο ζευγάρι. Στα μάτια τους  χιλιάδες μικρές σπίθες έκαιγαν . Ήταν ερωτευμένοι. Η Ηλέκτρα ένιωθε να σβήνει χωμένη μέσα στην αγκαλιά του . Τα στιβαρά μπράτσα του την έκλειναν δημιουργώντας έναν κλοιό ασφάλειας.
Μπήκαν στον πύργο κρατώντας την στα χέρια του. Την άφησε και ανέβηκαν μαζί την στενή σκάλα. Ήταν ή ώρα τους, η ώρα της ένωσης. Τόσο καιρό περίμενε ο Λιάκος για αυτή την ώρα να γίνει άντρας στα χέρια της και εκείνη γυναίκα στα δικά του. Θα μάθαιναν τον έρωτα μαζί. Θα ζούσαν στην δύνη του τις καλύτερες στιγμές της ζωής τους. Ο έρωτας τους είχε πια πάρει σάρκα και οστά.
Η Ηλέκτρα τρόμαξε. Αν καταλάβαινε ότι δεν ήταν τόσο αγνή όσο την φανταζόταν τι θα γινόταν;
Έδιωξε το άγχος της όμως το γλυκό φιλί του στον λαιμό της. Σιγά – σιγά ξεκίνησε να της βγάζει το νυφικό. Το ξεκούμπωσε με ευλάβεια ενώ το λευκό της δέρμα που αποκαλύφθηκε τον έκανε να τρέμει από την λαχτάρα να το γευτεί. Εκείνη έβαλε το χέρι της στο λαιμό του και τον ανάγκασε να πλησιάσει στο στήθος της. Έβγαλε ένα βογγητό  καθώς την άγγιξαν τα χείλη του. Τον οδήγησε επάνω στο κορμί της και αφέθηκε στα ηδονικά του χάδια. Εκείνος την πέταξε κυριολεκτικά επάνω στο κρεβάτι και όπως ήταν πλέον γυμνή από ρούχα  και φραγμούς έπεσε επάνω της. Τα χάδια και τα φιλιά  της  ξύπνησαν  στον πρωτάρη νέο, την αντρική του φύση.  Οι κινήσεις της τον έκαναν να θέλει να κουρσέψει το κορμί της άγρια, παθιασμένα . Δεν κρατήθηκε της έδωσε αυτό που ήθελε καλύτερα από τον πιο έμπειρο άντρα. Ήταν πια δικιά του, τίποτα δεν θα μπορούσε να το αλλάξει πια αυτό. Έκαναν έρωτα όλη την νύχτα και κουρασμένοι πια έπεσαν σε έναν γλυκό λήθαργο……

Το φώς έμπαινε από το μικρό παράθυρο που σχεδόν την τύφλωνε. Έβαλε το χέρι της  μπροστά στα μάτια της. Ήταν όντως ενοχλητικό. Με το άλλο χέρι έκανε μια κίνηση να αγκαλιάσει τον άντρα της. Αλλά δεν βρισκόταν στο κρεβάτι. Βρισκόταν στο  πάτωμα. Έκανε να σηκωθεί και το σώμα της πόναγε ολόκληρο. Δεν μπορεί αυτό να ήταν όνειρο. Δεν γινόταν ,το ΕΖΗΣΕ!
Αφού κατάφερε να σταθεί όρθια κοίταξε από το παράθυρο. Το Γύθειο του σήμερα έστεκε αγέρωχο μπροστά στα μάτια της. Εκεί που βρισκόταν το κρεβάτι τώρα υπήρχαν εικόνες από την οικογένεια Γρηγοράκου. Γύρισε στο σήμερα έτσι απλά. Έτριψε λίγο τα μάτια της να δει τα πρόσωπα. Με μεγάλη της έκπληξη ο Λιάκος Καπετανάκος  γαμπρός του Τζανή Γρηγοράκου ήταν ακριβώς ο ίδιος άντρας που παντρεύτηκε . Ενώ η Παναγιώτα Γρηγοράκου ήταν εκείνη. Ήταν ίδια. Πήγε στην πιο κάτω φωτογραφία , εκεί έστεκε η τρυφερή φυσιογνωμία της μητέρας της. Της κόπηκε η ανάσα. Τι σχέση θα μπορούσε να έχει εκείνη με αυτά τα άτομα του παρελθόντος. Γιατί είχε γυρίσει  στο παρελθόν. Κάτω από τις φωτογραφίες είχε στοιχεία για την οικογένεια.
Ο Λιάκος και η Παναγιώτα όντως παντρεύτηκαν και έκαναν δυο γιούς. Αργότερα μεγαλώνοντας τα παιδιά τους έφυγαν από το νησί και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην κωμόπολη του Γυθείου. Έζησαν να δουν τα αγόρια τους να κάνουν οικογένεια. Πέθαναν σε βαθιά γεράματα. Εκεί σταμάτησαν οι πληροφορίες. Πλησίασε την σκάλα και κοίταξε κάτω η πόρτα ήταν πια ανοιχτή. Πήρε το σακίδιο της. Έτρεξε και βγήκε έξω ήθελε να πάρει λίγο αέρα.
Ξεκίνησε να πάει για το Γύθειο θα ρώταγε κάποιον θα μάθαινε. Έπρεπε να μάθει. Ποια ήταν γιατί τα έζησε όλα αυτά. Περπάτησε και βρέθηκε στον μόλο . Εκεί ήταν το ποιο παλιό μαγαζί του Γυθείου. Μπήκε μέσα. Αυτό και αν ήταν μουσείο. Αντικείμενα εποχής από παλιά νοικοκυριά έστεκαν κρεμασμένα από κάθε γωνιά. Ενώ πολλές εικόνες από το παλιό Γύθειο την έκαναν να πιστέψει ότι είχε βρεθεί στο σωστό μέρος ώστε να συλλέξει πληροφορίες. Μέσα καθόταν ένας γεράκος. Παρά το γερασμένο γεμάτο αύλακες πρόσωπο τους ήταν καλοσυνάτος. Τον πλησίασε…
-          Καλημέρα σας. Να ρωτήσω αν ξέρετε.
-          Καλώς την κόρη. Πες μου κορώνα μου τι θα ήθελες.
-          Ξέρετε. Λέω μήπως ξέρετε τι απέγιναν οι γιοι του Λιάκου και της Παναγιώτας Καπετανάκου;
-          Τι τα θες και τα σκαλίζεις κόρη μου τώρα αυτά. Πως σου ήρθε κάτι τέτοιο;
-          Να ήμουν στο μουσείο. Και από περιέργεια θα ήθελα να μάθω.
-          Δεν είσαι περίεργη πολλοί ρωτάνε για αυτούς. Η ιστορία της χαμένης εγγονής τους βλέπεις στοιχειώνει την οικογένεια.
-          Ποια χαμένη κόρη τους τι εννοείται;
-          Η Παναγιώτα έκανε τον  Στράτο και τον Βαγγέλη . Έκαναν οικογένεια και μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Η Λιάκαινα ήταν μικρή όταν παντρεύτηκε και έτσι τα παιδιά της τα έζησε καθώς και τα εγγόνια της. Η μεγάλη της εγγονή παντρεύτηκε στους Μολάους αλλά έπεισε τον άντρα της να γυρίσουν εδώ. Η Λιάκαινα ήταν περίπου 85 όταν έγινε το κακό. Ο άντρας της είχε φύγει. Ερχόμενοι εδώ, έμεινε έγγειος η εγγονή και έκαναν ένα κοριτσάκι. ΄Του έδωσαν το όνομα της προγιαγιά της, Παναγιώτα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά παρά μόνο κορώνα μου, ότι ήταν ίδια με την Παναγιώτα. Το κοριτσάκι όμως εξαφανίστηκε ένα πρωινό. Άλλοι είπαν πως πνίγηκε άλλοι ότι το έκλεψαν. Κανείς δεν έμαθε ποτέ.
-          Πότε έγινε αυτό ; Αν αυτό το παιδί ζούσε πόσον ετών θα ήταν;
-          Να μην ήταν και 38 αν ζούσε…. Γιατί κορώνα μου εγώ την είδα να τραβά κατά το Κρανάη . Μάλλον πνίγηκε το καψερό
-          Οι γονείς της είναι ακόμα εδώ;
-          Ναι, αμέ το σπίτι τους είναι στον επάνω δρόμο. Στον Αϊ Νικόλα .
-          Ευχαριστώ πάρα πολύ.
-          Το σπίτι είναι αυτό με τα πράσινα παράθυρα. Είναι όμως πάντα κλειστά. Θα το καταλάβεις. Μα…. Για στάσου εσύ ποιανού είσαι. Μοιάζεις με την Λιάκαινα….
Η Ηλέκτρα έφυγε. Δεν έδωσε σημασία στην παρατηρητικότητα του γεράκου.  Αυτό που ήθελε το έμαθε. Κατάλαβε το νόημα του ταξιδιού. Κατάλαβε ότι τελικά όλα είναι γραμμένα. Ανέβηκε την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω δρόμο. Βρήκε το σπίτι με τα πράσινα κλειστά παράθυρα. Έκατσε να το κοιτάζει. Ίσως είχε βρει τις ρίζες της. Ίσως εκεί να ήταν οι γονείς της. Δίσταζε και δεν έκανε το βήμα . Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την μεγάλη ξύλινη πόρτα. Βήματα βαριά ακούστηκαν από μέσα. Η πόρτα άνοιξε και μπροστά της βρέθηκε το ίδιο οικείο πρόσωπο των ονείρων της. Η ίδια γυναίκα που την οδήγησε στη εκκλησία. Η γυναίκα σαν την είδε ψέλλισε. ‘’ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ’’
Η Ηλέκτρα δεν είχε κουράγιο να μιλήσει. Δεν ήξερε τι να πει. Η γυναίκα αφού πήρε βαθιά ανάσα και συνήλθε από το σόκ έπεσε επάνω της.
- Ήξερα ότι κάποτε θα σε έβρισκα. Κοριτσάκι μου.
- Μητέρα…..
Οι δύο γυναίκες αγκαλιστήκανε σφιχτά. Είχανε τόσα να πούνε. Μα ποιο πολύ η Ηλέκτρα . Το ταξίδι της βρήκε προορισμό και δεν το ξέχναγε ποτέ.


                                           Τ Ε  Λ Ο Σ


Sunday, August 5, 2012

Το ταξίδι...2ο μέρος.


Είδε το πλοίο της να αναχωρεί. Έμεινε κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό.
Ωχ!! Φώναξε με όλη της την δύναμη. Τι θα έκανε τώρα είχε πάρει μαζί της μόνο το σακίδιο της πλάτης. Την βαλίτσα της την είχε αφήσει πίσω. Έμεινε να κοιτάζει το πλοίο που απομακρυνόταν με το ένα χέρι στα μαλλιά της και το άλλο στην μέση της. Έψαξε για σιγουριά στο σακίδιο της να δει για το πορτοφόλι της . Θα ήταν φρίκη να μην είχε και χρήματα. Όχι , ευτυχώς το βρήκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να βρει ένα δωμάτιο. Την επόμενη θα έπαιρνε το επόμενο , οπότε έπαψε να την απασχολεί πια. Βρήκε ένα μικρό δωμάτιο ότι έπρεπε ακριβώς απέναντι από το νησάκι.
Περιπλανήθηκε αρκετά μέσα στα σοκάκια και έπειτα πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο ονειρεμένο τοπίο. Φτάνοντας στην αρχή του νησιού ένιωσε τα δέντρα να χαμηλώνουν ώστε να την καλωσορίσουν. Ένιωσε κάτι να την δένει με αυτόν τον τόπο. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και έκανε τα φύλλα τους να θροΐσουν σαν να ήθελαν να της μιλήσουν. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Περπάτησε πιο πολύ μέσα στο δάσος , βρέθηκε μπροστά στον πύργο. Τον κοίταξε επιβλητικός όπως έστεκε στα βάθη του χρόνου. Τον επεξεργάστηκε με το βλέμμα της. Έψαξε την είσοδο. Βρήκε στην είσοδο μια επιγραφή που έλεγε ότι λειτουργούσε σαν μουσείο. Τέλεια σκέφτηκε, ευκαιρία  να μπει μέσα. Ο πύργος την ώρα εκείνη που είχε αρχίσει να σουρουπώνει ήταν άδειος . Μπήκε μέσα και τα βήματα της αντήχησαν στον χώρο που φιλοξενούσε εικόνες από το μεσαιωνικό Γύθειο και την Μάνη. Οι χτύποι της καρδιά της συνέχιζαν να είναι ακανόνιστοι. Σαν ένα αόρατο χέρι την έσπρωξε να ανέβει στο επάνω πάτωμα. Ανέβηκε την λεπτή και στενή σκάλα ενώ τα πόδια της έτρεμαν. Φοβόταν μόνη , την ώρα που ο ήλιος  έδυε μέσα σε εκείνον τον άγνωστο μα και τόσο οικείο χώρο. Φτάνοντας στο τέλος της σκάλας είδε ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι. Παράλογο σκέφτηκε. Κάτω μουσείο και επάνω υπνοδωμάτιο. Πλησίασε το παράθυρο που το κάλυπτε ένα πλεκτό λευκό κουρτινάκι. Το παραμέρισε να δει έξω. Το Γύθειο έλαμπε σαν νύφη κάτω από το φως του φεγγαριού που έκανε λίγο πριν την εμφάνιση του. Ξάφνου άκουσε ένα βαρύγδουπο ήχο. Κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας –κόντεψε να πέσει- την σκάλα και διαπίστωσε ότι η πόρτα του πύργου έκλεισε και όχι μόνο έκλεισε αλλά κλείδωσε από την έξω μεριά. Γονάτισε, έπιασε με τα δυο της χέρια τα μαλλιά της. Της ερχόταν να ουρλιάξει. Τι είχε γίνει τι είχε κάνει. Ήταν ολομόναχη μέσα σε ένα μουσείο κλειδωμένη. Και να φώναζε ποιος θα την άκουγε. Κανείς. Μια ταβερνούλα ήταν στο νησί και αυτή στην αρχή του. Ανέβηκε πάλι την σκάλα κάθισε ξανά δίπλα στο μικρό παράθυρο, έξω είχε απλωθεί σκοτάδι. Θα περίμενε εκεί μέχρι να ξημερώσει να ανοίξουν ξανά την πόρτα. Ήταν πεινασμένη , προδομένη , πληγωμένη. Όλα αυτά μαζί σε μια ημέρα ήταν πολύ. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε να χαλαρώνει τόσο πολύ που αφέθηκε. Την πήρε ένας βαθύς ύπνος…

Φωνές ακούγονταν από έξω. Και θόρυβος σαν να πέρναγε άμαξα. Άνοιξε τα μάτια της. Σηκώθηκε απότομα. Τα πάντα είχαν αλλάξει μέσα στο δωμάτιο. Το μικρό παράθυρο ήταν τώρα στολισμένο με μια εντελώς διαφορετική κουρτίνα. Έκανε ένα βήμα και σκόνταψε. Κοίταξε τα ρούχα της. Μα τι είχε συμβεί. Η βερμούδα και το μπλουζάκι είχαν αντικατασταθεί με ένα φόρεμα μακρύ εποχής. Τρόμαξε!
Τα μαλλιά της ήταν πιο μακριά και στα χέρια της φόραγε ένα μεγάλο δαχτυλίδι με σιέλ πέτρα. Το χρώμα του φορέματος ήταν και αυτό μπλε. Άκουσε θόρυβο στην σκάλα. Μπροστά της σε λίγη ώρα στεκόταν ένας πανέμορφος νεαρός.
-Ξύπνησες αγαπημένη μου . Της είπε ο άγνωστος άντρας.
Εκείνη σάστισε. Δεν ήξερε τι να πει.
-Που βρίσκομαι , είπε.
-Τι είναι εδώ; Ρώτησε ξανά.
Εκείνος έσκυψε της έδωσε ένα γλυκό φιλί στα χείλη και την σήκωσε από κάτω. Την έκλεισε βαθιά μέσα στην αγκαλιά του. Εκείνη ένιωσε τόσο οικεία που θα ήθελε να μείνει για πάντα σε αυτήν την υπέροχη ζεστασιά. Ήταν ψιλός τα μαλλιά του ήταν μαύρα σαν έβενος, τα μάτια του είχαν ένα περίεργο πράσινο χρώμα που όμοιο του δεν είχε δει ξανά.
-          Που βρίσκομαι ρώτησε ξανά ποιος είστε;
Εκείνος τα έχασε. Την κοίταξε περίεργα. Την απομάκρυνε από κοντά του , τα μάτια του έγιναν από πράσινα πορφυρά. Του έκανε τρίτη φορά αυτή την ερώτηση. Μα τι είχε πάθει τελικά.
-          Τι ακριβώς με ρωτάς; Είσαι η Παναγιώτα Γρηγοράκου κόρη του Τζανή Γρηγοράκου και ιδιοκτήτη του πύργου και ολόκληρου του νησιού.
-          Τι χρονολογία έχουμε; Συνέχισε εκείνη μη μπορώντας να καταλάβει τι γίνεται.
-          1832…….Είπε ξέπνοα.
-          Δεν … δεν .. καταλαβαίνω είπε εκείνη και έπιασε το κεφάλι της σαν να την πονούσε.
-          Δεν είμαι αυτή που νομίζεις. Με λένε  Ηλέκτρα και ξεκίνησα εχτές από την Αθήνα να πάω στα Κύθηρα. Μπήκα εδώ να δω το μουσείο και κλείστηκα μέσα και τώρα ξυπνάω και βλέπω….
-Ξεκουράσου , παραλογίζεσαι. Εχτές έπεσες από το άλογο και χτύπησες. Αύριο είναι ο γάμος μας. Θέλω να σου έχουν φύγει από το μυαλό όλα αυτά που λες και να έχεις ηρεμήσει.
- Ο γάμος μας!! Είπε εκείνη.
Μα  τελικά που βρισκόταν τι είχε γίνει. Είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια της. Θυμόταν καλά που είχε μαλώσει με τον άντρα της. Που πήρε τα πράγματα της και έφυγε , που έχασε το καράβι της. Μα ποιο πολύ θυμόταν πόσο πολύ μαγεύτηκε όταν είδε από μακριά το νησί καθώς και το πόσο όμορφα ένιωσε σαν πλησίασε και πάτησε τα χώματα του.
- Έλα να ηρεμήσεις κατέβα να πάρουμε το πρωινό μας. Μας περιμένουν τόσα να κάνουμε.
Εκείνη υπάκουσε αφέθηκε στα δυνατά του χέρια και τον ακλούθησε. Κατεβαίνοντας άλλη μια έκπληξη την περίμενε. Εκεί που λίγες ώρες πριν ήταν το μουσείο στην θέση του υπήρχε μια τεράστια σάλα και ένα εξίσου τεράστιο τραπέζι. Επάνω υπήρχαν του κόσμου τα εδέσματα. Τα κοίταζε και δεν πίστευε μάλλον όνειρο έβλεπε.
Την ίδια στιγμή στην πόρτα φάνηκε μια αρχοντογυναίκα . Το βλέμμα της  γλυκό γεμάτο καλοσύνη. Την κοίταξε και έτρεξε κοντά της.
-Κορώνα μου κορίτσι μου είσαι καλά;
-Είμαι καλά….
-Παναγιώτα μου δεν με αναγνωρίζεις η μητέρα σου είμαι….
-Ναι . Απάντησε ξερά και μουδιασμένα.
-Τι έπαθε ; Ρώτησε και κοίταξε τον γαμπρό της.
-Σηκώθηκε και μου έλεγε ότι μάλλον είναι κάποια άλλη.
-Να καλέσουμε τον γιατρό Λιάκο μου. Θα πω στον βαρκάρη να πάει να τον φέρει. Δεν θέλω να μας έβρει καμία συμφορά . Αύριο γιε μου είναι ο γάμος σας..
 Κάθισαν όλοι μαζί. Σε λίγο έφτασε και ο πατέρας της οικογένειας. Τους κοίταζε και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Τους κοίταζε και μέσα της ένιωθε τρόμο. Που βρισκόταν ήθελε πολύ να μάθει. Είχε βρεθεί πολύ πίσω στον χρόνο. Η τσάντα της και τα προσωπικά της αντικείμενα είχαν χαθεί. Δεν είχε τίποτα. Είχε όμως μια μάνα και έναν πατέρα. Ή ίδια στην ζωή της δεν είχε μεγαλώσει με τους γονείς της. Οι άνθρωποι που την μεγάλωσαν όταν πια ήταν σε ηλικία να καταλάβει της εκμυστηρεύτηκαν ότι ήταν υιοθετημένη. Αυτή την στιγμή όμως βίωνε πως είναι να έχεις πραγματικούς γονείς. Η ζεστασιά στα μάτια αυτών των δύο ανθρώπων το καλοσυνάτο γεμάτο αγάπη άγγιγμα τους. Το φιλί της μητέρας στα μαλλιά της κόρης της, ήταν κάτι το ασύλληπτο. Το πρωινό της σε αυτό το ‘’άγνωστο ‘’ περιβάλλον με τους άνθρωπος που δήλωναν γονείς της , ήταν υπέροχο.
Προς το μεσημέρι ο αγαπημένος της Λιάκος  την πήγε βόλτα στο νησί. Το τσιμεντένιο κρηπίδωμα δεν υπήρχε. Παντού θάλασσα και δυο βαρκούλες ώστε να μεταφέρουν τον κόσμο του νησιού στην πόλη του Γυθείου. Τα σπίτια είχαν ζωηρό χρώμα ήταν σαν καινούργια δεν υπήρχε ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα ενώ άμαξες και άλογα διέσχιζαν τον χωματόδρομο. Ήταν όντως σε μια άλλη εποχή. Αλλά γιατί αυτή. Ποια ήταν. Τι ήρθε να κάνει εδώ.
Ο Λιάκος την κοίταξε γλυκά . Τα πράσινα μάτια του έσταζαν αγάπη. Την αγκάλιασε σφιχτά.
-Τρόμαξα σαν σε είδα να πέφτεις από το άλογο.
-Δεν το θυμάμαι.
-Είσαι καλύτερα τώρα; Συνήλθες;
-Θέλω να σου μιλήσω. Δεν με κατάλαβες πριν. Το όνομα μου είναι Ηλέκτρα….
-Θα ηρεμήσεις….. της είπε ενώ το βλέμμα του πάγωσε ξανά.
Δεν υπήρχε λόγος να μιλήσει ξανά να προσπαθήσει να εξηγήσει. Άδικος κόπος. Κανείς δεν θα την πίστευε. Έθαψε μέσα της τον πόνο της. Θα περίμενε να δει που θα βγει αυτό το ταξίδι στον χρόνο που είχε ξεκινήσει άθελα της….
Η νύχτα δεν άργησε  να έρθει. Κάλυψε τα πάντα στο διάβα της. Το νησί έμοιαζε με παράδεισο κάτω από το φως του φεγγαριού. Την άλλη ημέρα η Παναγιώτα θα γινόταν γυναίκα του Λιάκου και από Γρηγοράκου θα γινόταν επίσημα Καπετανακου. Ο Άγιος Πέτρος στην άκρη του βράχου στεκόταν λευκός και στολισμένος περιμένοντας την νύφη και τον γαμπρό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες κατέφθασαν στο νησί βάρκες  με τους καλεσμένους μέσα. Ο πύργος ήταν στολισμένος κα τα άλογα τα είχαν ντύσει ανάλογα για να μεταφέρουν την νυφη και τον γαμπρό στην εκκλησία.
Στο δωμάτιο επάνω περίμενε η νύφη ενώ οι υπηρέτριες της στόλιζαν τα μακριά μαλλιά της με λουλούδια. Στην πόρτα φάνηκε η μητέρα της με ένα κατάλευκο φόρεμα. Ήταν κεντημένο στο χέρι. Και το ύφασμα του ήταν μετάξί. Τα μανίκια ήταν μακριά και στο τελείωμα τους έχαν και αυτά κέντημα. Ήταν ονειρεμένο. Κάτι τέτοιο δεν είχε δει ξανά. Το ακούμπησαν ευλαβικά επάνω στο κρεβάτι και άρχισαν να την ντύνουν λέγοντας ένα μανιάτικο τραγούδι …
«Νύφη μου ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι,
το ταίρι σου ‘ναι ζηλευτό κι’ όμορφο παλικάρι,
στο σπίτι το πεθερικό στη γειτονιά οπού ‘ρθες
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν δέντρο να ριζώσεις,
και σαν μηλιά γλυκομηλιά, τους κλώνους σου ν’ απλώσεις
υγιούς εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα».
Τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα από την χαρά. Σίγουρα αυτή ήταν η προηγούμενη ζωή της. Σίγουρα αυτό ήταν το πεπρωμένο της. Όλα για κάποιο λόγο έγιναν. Ήταν για πρώτη φορά τόσο ευτυχισμένη.  Είδε τον εαυτό της μέσα σε αυτό το υπέροχο φόρεμα . Η μητέρα της έκλαιγε από χαρά  ενώ σιγοτραγουδούσε το μανιάτικο τραγούδι του γάμου.
Ένα στολισμένο άλογο την περίμενε στην είσοδο του πύργου. Βγήκε και ο πατέρας της την ανέβασε επάνω. Έστεκε σαν πριγκίπισσα μέσα στα λευκά και έκανε τους πάντες να μείνουν με το στόμα ανοιχτό. Το άλογο ξεκίνησε για τον Άγιο Πέτρο ενώ τα όργανα έπαιζαν μουσική, εκεί θα την περίμενε ο αγαπημένος της. Θα ήθελε να μην γυρνούσε ποτέ στην πρότερη ζωή της. Να ήταν αυτό ένα νέο ξεκίνημα. Να ζήσει μαζί με αυτούς τους γλυκούς ανθρώπους. Ορκίστηκε να μην αναφέρει ποτέ τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκε κοντά τους. Δεν ήταν η Παναγιώτα Γρηγοράκου κα το ήξερε καλά. Ήταν η Ηλέκτρα Σταματίου η υιοθετημένη κόρη του Γιώργου και της Πηνελόπης .



Thursday, August 2, 2012



     Το ταξίδι....


Σκυμμένη σχεδόν με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο κάγκελο του καταστρώματος  και το αριστερό της πόδι να πατάει σε αυτά , έβλεπε το απέραντο γαλάζιο να απλώνεται μπροστά της. Ο αέρας φυσούσε τα μακριά μαλλιά της και τα έφερνε πίσω από τους ώμους της.  Η ζέστη αφόρητη. Μα ευτυχώς είχε προνοήσει , φορώντας μια βερμούδα και από πάνω ένα μακό κόκκινο φανελάκι. Αδύνατη όπως ήταν  και με το σακίδιο που είχε στην πλάτη της θύμιζε περισσότερο φοιτήτρια παρά  τα 38 της χρόνια. Τα καστανά της μαλλιά έλαμπαν στα χέρια του παιχνιδιάρη ήλιου.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Λίγες ώρες πριν πέρασε στιγμές που η θύμηση τους  της έκοβαν την καρδιά με χίλιες λεπίδες. Φρόντισε για αυτό ο λατρεμένος  που τον ονόμαζε σύζυγο…
Τον τελευταίο καιρό ο εν λόγο ‘’κύριος’’ καθυστερούσε να επιστρέψει από την δουλεία. Αυτό είχε αρχίσει να γίνεται έντονα ενοχλητικό , έτσι αποφάσισε να του μιλήσει μια και καλή εκείνο το απόγευμα.
Περίμενε καρτερικά με τα φώτα σβησμένα. Έτσι μόλις τον είδε  να μπαίνει μέσα  εμφανίστηκε ξαφνικά  από το πουθενά μέσα στο σκοτάδι. Εκείνος ταράχτηκε και τινάχτηκε.
-Τι κάνεις μωρέ πας καλά;
-Εγώ τι κάνω; Είπε εκείνη με περισσή ηρεμία.
-Τι θες τέτοια ώρα και τρομάζεις τον κόσμο;
-Που ήσουν ;  Τον ρώτησε με ποιο έντονο ύφος .
-Δικός μου λογαριασμός…. Απάντησε εκείνος όλο στόμφο.
-Δικός σου λογαριασμός ; Του απάντησε εκείνη χαμηλόφωνα  με βλοσυρό βλέμμα. Έκανε μια κίνηση , αργά με σταθερά βήματα γύρισε την πλάτη της. Κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο τους. Σε λίγα λεπτά ντυμένη σαν να ήταν να πάει εκδρομή , με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι και ένα σακίδιο στην πλάτη πέρασε από μπροστά του σαν να μην υπήρχε. Άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Προφανώς δεν περίμενε κάτι τέτοιο.
Η ώρα περασμένη και δεν κυκλοφορούσαν μέσα μαζικής μεταφοράς. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά της. Ζήτησε να  την πάει το λιμάνι του Πειραιά. Φτάνοντας κοίταζε να δει που θα την βγάλει ο δρόμος της. Ποτέ ως τώρα δεν είχε φανταστεί ότι ίσως κάποτε έκανε αυτή την κίνηση. Ένιωθε βαθιά μέσα της νικήτρια. Ήταν όμως;
Βρέθηκε μπροστά στο εκδοτήριο εισιτηρίων για τα Κύθηρα. Ναι, ήταν μια πολύ καλή ιδέα. Εκεί θα πήγαινε. Δεν είχε πάει ποτέ. Έβγαλε εισιτήρια χωρίς να το σκεφτεί καν. Κοίταξε την ώρα αναχώρησης είχε περίπου μια ώρα και κάτι. Έκανε βόλτα στο λιμάνι κοιτάζοντας τα τεράστια πλοία.  Στην σκέψη του άντρα της , την έπιασαν τα κλάματα. Έψαξε το κινητό της. Σίγουρα θα την έψαχνε. Δεν είχαν μαλώσει ποτέ έτσι. Έβαλε το χέρι της βαθιά μέσα στο σακίδιο της, τίποτα , το είχε ξεχάσει στο σπίτι. Τώρα πια θα είχε χάσει εντελώς τα ίχνη της. Δεν πειράζει ας πρόσεχε . Σκέφτηκε και πήρε μια ανάσα ανακούφισης. Συνέχισε την βόλτα της. Σε κάποια γωνία βρήκε μια καντίνα. Πάει καιρός από τότε που είχε απολύσει σάντουιτς – βρώμικο- όπως το έλεγε. Αγόρασε ένα ,γεμάτο με ότι είχε το μαγαζί. Ξεκίνησε να το τρώει λαίμαργα.
- Θεέ μου τι ελευθερία ….. Σκέφτηκε.
Όταν τελείωσε έγλειψε σαν μικρό παιδί τα δάχτυλα της. Κοίταξε την ώρα είχε περάσει έμενε μισή ώρα για να ξεκινήσει. Μπήκε στο πλοίο. Κοίταξε πίσω της  σαν να μην γυρνούσε ξανά. Σαν να ήθελε οι εικόνες να αποτυπωθούν στο μυαλό της. Εκείνες οι εικόνες, η ηρεμία του λιμανιού, η νύχτα, το δροσερό αεράκι καθώς και το σακίδιο ελευθερίας που κουβαλούσε στην πλάτη της…
Το ταξίδι ξεκίνησε. Σε λίγες ώρες θα πάταγε τα πόδια της σε έναν άγνωστο τόπο. Μόνη, θα μπορούσε να σκεφτεί. Πάνω από όλα βέβαια έπρεπε να σκεφτεί μια καλή δικαιολογία για την δουλειά της . Έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε.
Σε λίγη ώρα ξημέρωσε. Σηκώθηκε από το παγκάκι του καταστρώματος που είχε κοιμηθεί και καθώς τέντωνε τα χέρια της …
Ένα μικρό νησάκι με ένα φάρο εμφανίστηκε μπροστά της. Στο κέντρο του ανάμεσα στα δέντρα δέσποζε ένας πύργος  μεσαιωνικός. Και παραδίπλα ένα όμορφο ξεχωριστό εκκλησάκι ντυμένο στα λευκά. Έμοιαζε φύλακας του πανέμορφου τοπίου.
Πλησίασε τον διπλανό της να ρωτήσει ποιο ήταν αυτό το μέρος.
-Το Γύθειο, θα κάνει στάση. Θα έχετε την ευκαιρία όσο θα παραμείνει στο λιμάνι να περιπλανηθείτε.
-Θα το κάνω σίγουρα , είπε με τον ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού………
Το πλοίο έφτασε στην προβλήτα του λιμανιού του Γυθείου. Κοίταζε το όμορφο τοπίο. Ποτέ δεν είχε έρθει σε αυτή την πλευρά της Πελοποννήσου. Ρώτησε την ώρα αναχώρησης και αμέσως μετά κατέβηκε για να περιπλανηθεί να γνωρίσει την όμορφη πόλη. Βρέθηκε στον μόλο με τον τεράστιο άγαλμα του ναύτη που δείχνει την πόλη του Γυθείου , που στέκεται κτισμένη στους πρόποδες τους βουνού. Περπάτησε και πήρε βαθιά ανάσα θέλοντας έτσι η αλμύρα να περάσει μέσα της να ποτίσει τα σωθικά της. Στάθηκε και κοίταξε τις μικρές ψαρόβαρκες.  Συνέχισε να περπατάει. Βρέθηκε μπροστά σε μια πέτρινη σκάλα έγειρε λίγο ώστε να δει που καταλήγει, στο τέλος της είδε ένα σοκάκι. Τρελαινόταν για σοκάκια. Την ανέβηκε γρήγορα. Ο δρόμος στον όποιο κατέληγε μύριζε δυόσμο και βασιλικό. Τα παραδοσιακά σπιτία με τα μικρά μπαλκονάκια τους βρίσκονταν εκεί επί αιώνες σαν φύλακες της ιστορίας της Μάνης. Το χρώμα τους είχε πια χαθεί αλλά οι ένοικοι φρόντιζαν καλά να μην χαθεί η ζωή…
Μέσα στις μυρωδιές και τα χρώματα πέρασε ακόμα μια σκάλα. Αυτή τη φορά στάθηκε μπροστά και αυτό που είδε την έκανε να αναφωνήσει.
-ΟΥΑΟΥ!!!
Μπροστά της το νησί που έβλεπε από το καράβι. Το στολίδι του Γυθείου. Κοίταξε λίγο αριστερά προς το λιμάνι και είδε …….

Συνεχίζεται....