Monday, May 11, 2015

..............


Φαντάστηκα την ζωή μου σπαρμένη με λουλούδια.
Όμως μέχρι σήμερα δεν κατάφερα να βγάλω απο το σώμα μου τα χιλιάδες αγκάθια.
Φαντάστηκα τους φίλους να μου κρατάνε το χέρι. Εκείνοι όμως μου δείχνουν με το δάχτυλο τους τον γκρεμό.
Φαντάστηκα να έχω μια όμορφη σχέση , κάθε τι όμως που άρχιζε μου αφαιρούσε ένα κομμάτι απο την καρδιά μου.
Σηκώθηκα , έπαψα να φαντάζομαι. Έβγαλά τα αγκάθια και γιάτρεψα τις πληγές , κατέβασα τα χέρια και έδιωξα μακριά τους κόλακες και πια την καρδιά μου την δίνω μόνο εκεί που εγώ θέλω. Όπως θέλω.

Monday, February 16, 2015

Ανεμος... Ο έρωτας.. Κατερίνα Ν. Σωπύλη - Μαίρη Τσίλη

Η Μελίνα ξύπνησε νωρίς σήμερα κι ας ήταν Κυριακή κι ας συνήθιζε τις Κυριακές να σηκώνεται αργά από το κρεβάτι. Αυτή η Κυριακή ήταν αλλιώτικη για εκείνη. Μετά από τόσες ημέρες λύπης, παραίτησης και σιωπής τώρα πια ένιωθε δυνατή και αποφασισμένη να ζήσει ξανά δυνατά. Έβαλε το αγαπημένο της άρωμα κι αφέθηκε στην μυρωδιά του κι ύστερα κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη και του χαμογέλασε. Ήταν όμορφη και τα μεγάλα μελιά της μάτια αντανακλούσαν την ηρεμία που επιτέλους είχε έρθει πια στην ψυχή της. Μέσα σε λίγα κιόλας λεπτά ήταν ήδη στον κεντρικό πεζόδρομο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι της και περπατούσε με προορισμό την παραλία της μικρής πόλης. Είχε έρθει η άνοιξη έτσι δειλά και συνάμα ατίθασα όπως έρχεται πάντα. Οι πασχαλιές είχαν ανθίσει και σκορπούσαν την ευωδιά τους σαν χάδια προκλητικά κι ερωτικά στην ατμόσφαιρα. Η Μελίνα απολάμβανε την διαδρομή της και κοιτούσε το κάθε τι λες και το κοιτούσε για πρώτη φορά και το απολάμβανε με το μεδούλι της καρδιάς της. "Τι σου είναι η ψυχή του ανθρώπου τελικά, σκεφτόταν. Τόσο δυνατή και φτάνει στα άκρα και τόσο αδύναμη και γίνεται κομμάτια και καίγεται κι όμως από τις στάχτες της ξαναγεννιέται και ανασταίνεται πάλι και πάλι."
 Με αυτές τις σκέψεις έφτασε στο μικρό καφενεδάκι στην άκρη της παραλίας που ήταν εδώ και χρόνια στέκι αγαπημένο για την ίδια και την παρέα της. Η Ρένια, ο Μάνος και η Ζέλια ήδη είχαν καθίσει σε ένα τραπεζάκι εκεί κοντά στα αρμυρίκια. Είχαν παραγγείλει καφέδες και μιλούσαν. Πρώτος την είδε ο Μάνος, ο οποίος σηκώθηκε αμέσως όρθιος , άνοιξε τα χέρια του και της είπε χαμογελώντας:
 «Επιτέλους! Η αγαπημένη μας πριγκίπισσα Μελίνα βγήκε από το κάστρο της και ήρθε ξανά κοντά μας! Έλα αγαπημένη να σε αγκαλιάσω και να σε καλωσορίσω παρέα με τους άλλους κοινούς θνητούς!»
Όλοι έβαλαν τα γέλια και η Μελίνα μαζί τους κι έτρεξε στην αγκαλιά του Μάνου. Πόσο τον αγαπούσε τον Μάνο εδώ και χρόνια τώρα. Όλοι οι φίλοι της την αγαπούσαν και την στήριζαν αλλά ο Μάνος την ένιωθε απόλυτα με έναν τρόπο ιδιαίτερο που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ίσως κάποιος μόνο. Κάποιος που λένε ότι είναι σαν φτερωτός θεός και που τον λένε Έρωτα.
Ποτέ δεν παραδέχτηκαν την αμοιβαία αυτή ανιδιοτελή και τόσο δυνατή τους αγάπη. Πίσω από προσχήματα κρύβονταν ένας μεγάλος έρωτας, ένα μυστικό μονοπάτι που αργά η γρήγορα θα τους οδηγούσε στην ευτυχία αρκεί να το παραδέχονταν κάποια στιγμή αν και εφόσον δεν έκανε τα τερτίπια της η μοίρα.
Οι ώρες με την παρέα κύλισαν γρήγορα. Η Μελίνα δίπλα στον Μάνο του εξηγούσε όλα εκείνα τα δυσάρεστα που την κράτησαν μακριά από την όμορφη συντροφιά τους. Ο Μάνος με τα χέρια του περασμένα γύρω της, χαϊδεύοντας της τα μαλλιά την άκουγε στωικά. Λίγο αργότερα αν και καθυστερημένα από την άκρη του δρόμου φάνηκε ο Έκτορας. Ήταν ο αγαπημένος της Ζέλιας. Τα μάτια της κοπέλας άστραψαν σαν τον είδε να καταφθάνει με βήμα γρήγορο να προλάβει. Ο Μάνος έκανε μια γκριμάτσα συνοδεύοντας την με ένα γελάκι. '' Κοίτα την Ιουλιέτα πως έλαμψε σαν τον είδε... Έρως και πάλι Έρως...'' Γέλασαν και οι υπόλοιποι γιατί, πραγματικά η έκφραση της Ζέλιας ήταν τέτοια που προκαλούσε τον σχολιασμό τους. Σηκώθηκε και σαν χείμαρρος έπεσε επάνω στον νεαρό άντρα που μόλις είχε προφτάσει να πάρει μια ανάσα.
Και έτσι με τα γέλια του έρωτα να σκορπίζονται στην ατμόσφαιρα της Κυριακής που είχε ήδη φτάσει στο απόγευμα της, είχε έρθει η ώρα να σκορπιστεί και η παρέα και να τραβήξει ο καθένας για το σπίτι του. Η Ζέλια με τον Έκτορα θα πήγαιναν στο σπίτι του Ρωμαίου της μιας και δεν ήταν μαθημένη στο ποτό και το λίγο παραπάνω ουζάκι που ήπιε παρέα με τους φίλους της είχε κάνει το κεφαλάκι της να κουδουνίζει. Η Ρένια, η γιατρός της παρέας θα πήγαινε για καφέ με τον διευθυντή της κλινικής στην οποία εργαζόταν σαν μικροβιολόγος γιατί είχε να συζητήσει μαζί του κάποια εργασιακά θέματα που δεν γινόταν να περιμένουν για την Δευτέρα. Η Μελίνα με τον Μάνο κίνησαν προς την ακροθαλασσιά. Κάθισαν χάμω και άναψαν τσιγάρο. Η Μελίνα με το ένα χέρι κρατούσε το τσιγάρο της και με το άλλο πετούσε βοτσαλάκια στο νερό και χάζευε τα κυκλάκια που σχημάτιζαν. Ο Μάνος την κοιτούσε και τα βαθυπράσινα μάτια του ήταν γεμάτα ανήμερους μα συνάμα κρυμμένους πόθους που πάλευαν να βγουν ορμητικά στην επιφάνεια. Με την χαρακτηριστική αλλά και τόσο γοητευτική βραχνάδα που είχε η φωνή του, της είπε:
«Μελίνα, ξέρω πέρασες άσχημα. Ξέρω ότι σε τσάκισε η κατάληξη που είχε η σχέση σου με τον Λεωνίδα. Σου έδωσα κι εγώ όπως και όλοι μας και χρόνο και χώρο. Όμως… όμως… Θέλω να…»
Καθώς ο Μάνος κόμπιαζε και έψαχνε να βρει κουράγιο να συνεχίσει η Μελίνα τον αιφνιδίασε καθώς με τα δυο της χέρια έπιασε το πρόσωπο του και τον φίλησε βαθιά στο στόμα με ένα φιλί που έκανε τις ανάσες και των δύο να χαθούν μέσα στο άπειρο της ύπαρξης τους και τις καρδιές τους να χτυπούν σε ξέφρενο ρυθμό. Ο αιφνιδιασμός αντικαταστάθηκε με την απόλαυση. Με τα μάτια του κλειστά άφησε τα χείλη της Μελίνας να κατασπαράξουν κάθε ίντσα της αγάπης του για εκείνην, να την γευτεί να την αφήσει στον άνεμο να γλυκάνει τις ψυχές και έπειτα τα κορμιά τους. Με αργές κινήσεις για να μη χαθεί η στιγμή, η Μελίνα απομάκρυνε τα κατακόκκινα από την ένταση του φιλιού χείλη της και τον κοίταξε στα μάτια. Αυτά τα μάτια για χρόνια ήταν η ζωή της αλλά μια κρυφή αδιόρατη δύναμη δεν την άφηνε να χαθεί μέσα σε αυτά Η καρδιά της έτρεμε μήπως και τον ενόχλησε η κίνηση της. Αν και η αντίδραση του δεν μαρτυρούσε κάτι τέτοιο. Εκείνος έπιασε απαλά το πρόσωπο της και την φίλησε στο μάγουλο ψιθυρίζοντας:
''Που ήσουν τόσο καιρό άγγελε μου;''
Τα λόγια του μαλάκωσαν την αγωνία της Μελίνας και ζέσταναν την πονεμένη της ψυχή. Πόσο καιρό ήθελε να κάνει αυτή την κίνηση; Κάθε κρυφός του πόθος για αυτή τη γυναίκα θα αποκτούσε σάρκα και οστά. Την αγκάλιασε σφιχτά και προχώρησαν. Η θάλασσα έμοιαζε με τεράστιο πέπλο στρωμένο με αστέρια. Τα τελευταία λαμπυρίσματα που άφηνε ο ήλιος καθώς είχε δύσει πια μάγευαν τα βλέμματα του ζευγαριού που η ζωή τους έλαμπε δίπλα σε αυτή την ομορφιά. Το άρωμα της Μελίνας έκανε την ατμόσφαιρα πολύ πιο όμορφη. Γιασεμί πλημμύριζε τις αισθήσεις τους αφήνοντας τον Μάνο να νιώσει ακόμα περισσότερο την ζεστασιά του κορμιού της ενώ τα σώματα ακουμπούσαν απαλά. Η ώρα πέρασε, τα χρώματα της νύχτας χρωμάτισαν τον ουρανό, τα φώτα μικρά φωτεινά πλάσματα έκαναν την βραδιά ακόμα πιο μαγευτική σαν παραμύθι αληθινό.
Κι όμως η Μελίνα έτρεμε την στιγμή που ο Μάνος θα της ζητούσε να φύγουν. Δεν ήθελε να τελειώσει όλο αυτό που μόλις ξεκίνησε. Έτρεμε μήπως χωρίσουν και δεν τον δει ξανά. Στάθηκε προς την σκοτεινή θάλασσα. Μόνο το φεγγάρι έστεκε να τους κρατά συντροφιά. Άναψε ένα τσιγάρο και ο έντονος προβληματισμός χρωμάτισε το πρόσωπο της με σκούρα χρώματα.
''Τι έπαθες καρδιά μου;'' Την ρώτησε ο Μάνος σαν την είδε έτσι. Εκείνη άπλωσε το χέρι της και του έδειξε την θάλασσα. ''Βλέπεις τη θάλασσα. Μόνη και σκοτεινή. Έτσι ήμουν Μάνο μου τόσο καιρό. Σαν έφυγε ο Λεωνίδας όλα άλλαξαν στην ζωή μου. Φοβόμουνα να ανοιχτώ. Δεν ήθελα κανέναν, δεν ήθελα καν εμένα. Πόσο με πόνεσε η φυγή του. Ο μόνος που μπορούσε να με νιώσει ήσουν εσύ. Τώρα αφέθηκα μετά από τόσο καιρό, μα φοβάμαι... Το φιλί μας αξεπέραστο το θέλω πάλι και πάλι. Αλλά φοβάμαι...''
Ο Μάνος αγκάλιασε σφιχτά και με θέρμη το κορμί της Μελίνας που έτρεμε από την ψύχρα της νυχτιάς και από την υγρασία της νυχτερινής θάλασσας αλλά και από την αμηχανία εκείνη που φέρνει ο έρωτας σαν γίνεται πραγματικότητα και ολοκληρώνεται κάνοντας δυο πλάσματα να ενωθούν με σώμα και ψυχή και που όμως η ανασφάλεια για το αν έπρεπε και για το αν θα κρατήσει, σταλάζει επάνω τους και μέσα τους σαν αλμυρές σταγόνες που παλεύουν να μην εξατμιστούν από την φλόγα του πάθους και για να μην στεγνώσουν από την καθημερινότητα και τον ρεαλισμό αφήνοντας αλάτι σε παλιές πληγές τους.
«Αχ κοριτσάκι μου, αχ γλυκό μου Μελινάκι κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι γιατί εδώ και χρόνια είμαστε απλά και μόνο καλοί φίλοι και τώρα που δεν άντεξα άλλο δεν ξέρω πως θα είναι από φίλοι να είμαστε και εραστές με έρωτα δηλωμένο και χαραγμένο στα φυλλοκάρδια της καρδιάς. Φοβάμαι γιατί με καίει το πόσο θα κρατήσει και γιατί δεν θέλω με τίποτα ούτε και στο ελάχιστο ούτε καν άθελα μου να σε απογοητεύσω. Κι όμως από την άλλη η ζωή που θέλουμε να ζήσουμε νικάει κάθε φόβο. Στο κάτω κάτω κοίτα και τους φίλους μας. Η Ζέλια με τον Έκτορα ζουν έναν έρωτα σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Κάτι σαν φωτορομάντζο που λέει ο λόγος. Λιώνουν μέσα στα σορόπια και περνάνε καλά γιατί για εκείνους έτσι είναι ο έρωτας και καλά κάνουν κι ας γελάμε εμείς. Η Ρένια τριγυρίζει σαν την μέλισσα γύρω από τον διευθυντή της κλινικής κι εκείνος ανταποκρίνεται και αρέσει και στους δυο τους όλο αυτό. Εσύ πάλευες χρόνια τώρα με έναν έρωτα ανεκπλήρωτο για τον Λεωνίδα που ακριβώς επειδή ήταν ανεκπλήρωτος έπαιρνε μέσα στο μυαλό σου διαστάσεις του απόλυτου και υπέροχου μύθου και όταν τον έζησες είδες πόσο χάλια κατέληξε και τσακίστηκες. Κι εγώ κορόιδευα τον εαυτό μου, έκανα ότι ερωτεύομαι, έπαιζα, φλέρταρα, σκορπιζόμουν σε ανόητες και σύντομες σχέσεις και καιγόμουν για σένα και απλά περίμενα και περίμενα…»
Η Μελίνα είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του Μάνου. Ένιωθε σαν χελιδόνι που ταξίδεψε σε χίλιους ουρανούς συννεφιασμένους και που τώρα είχε βρει μια άνοιξη ζεστή και φωτεινή να γλυκαίνει και να γεμίζει ήλιο την καρδιά της. Κι ας ήταν βράδυ πια κι ας ηχούσαν από μακριά οι αναπνοές των κυμάτων καθώς είχε πιάσει φουσκοθαλασσιά, όλα όσα έλεγε ο Μάνος ηχούσαν στα αυτιά της σαν μια μελωδία γεμάτη αλήθεια και δύναμη, σαν μια σονάτα στο φως του φεγγαριού, σαν μια ωδή στην δύναμη του έρωτα εκείνου που λέει πως ποτέ και για κανέναν δεν είναι αργά να δει και πάλι την ζωή του αλλιώς και ότι αξίζει να την κάνει σπονδή για χάρη του. Το λίγο ή το πολύ δεν έχει σημασία. Η αγκαλιά του Μάνου ήταν βάλσαμο γλυκό. Μέσα σε λίγες ώρες κατάφερε να της αλλάξει ολόκληρη την ζωή, τα βήματα της το ίδιο πρωινό που αποφάσισε ότι θα έπρεπε να βγει επιτέλους από το σπίτι και να πάψει να κλαίει για έναν χαμένο έρωτα, μια χαμένη αγάπη, μια μονόπλευρη και κουτσουρεμένη αγάπη γιατί στην σχέση της με τον Λεωνίδα εκείνη μόνο αγαπούσε. Μια σχέση που στην πορεία της μόνο χαμένα χρόνια μετρούσε και ελάχιστες στιγμές μιας φτιαχτής ευτυχίας.
Και να που τώρα τα μάτια της άνοιξαν και είδαν επιτέλους το φως. Και αυτό με μόνο της σύμμαχο το θάρρος της να την στηρίζει. Το θάρρος να του πει το σε αγαπώ, το θάρρος να απλώσει το χέρι της να αγγίξει την καρδιά του. Το θάρρος εκείνο που την έκανε να λύσει τους κόμπους στην δική της την καρδιά και να αφεθεί και να νιώσει την ζεστή ανάσα της αγάπης μέσα από την ανάσα του Μάνου.

 Ο Μάνος, μαγεμένος με την εικόνα της Μελίνας και γλυκά μεθυσμένος από τον έρωτά του για εκείνη, την κοιτούσε και η μορφή της εισχωρούσε στα όνειρα του για το μέλλον. Την αγαπούσε, την αγαπούσε και τώρα το μονοπάτι άνοιξε και κρατημένοι χέρι χέρι θα ακολουθούσαν πια σαν ιχνηλάτες του ονείρου και του έρωτα τα χνάρια και τα βήματα για την νέα τους ζωή που μόλις ετοιμαζόταν να ανατείλει. Εκείνη τη ζωή που το χωριστά γίνεται μαζί και που την χαρίζει η αγάπη απλόχερα σαν δώρο σε εκείνους που τολμούν να αγαπούν και να το λένε.

Κατερίνα Σωπύλη και Μαίρη Τσίλη



Friday, February 6, 2015

Επιστρέφουμε!

Λόγω μικροπροβλημάτων στο blog, είχε να γραφτεί post από τις 31 Απριλίου του 2013.
Πέρασαν σχεδόν 2 χρόνια.... Και όλα αυτά εξαιτίας ενός χαμένου κωδικού...
Και τώρα, έχουμε 2015.... Το 15ο έτος της 2ης χιλιετίας....
Σας καλωσορίζω και πάλι, κάνοντας μια νέα αρχή, στα ταξίδια του λόγου και της τέχνης.

Saturday, August 31, 2013

ΚΡΑΥΓΗ

Δεν αντέχω άλλο!!
Αυτή η φράση  έχει κάνει όμηρο το μυαλό μου. Δεν με αφήνει να πάρω μια ανάσα. Δεν αντέχω άλλο, να βλέπω χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι.
Ζω σε μια κοινωνία θηρίων. Καταστρέφει το μέλλον των χωρών σφαγιάζοντας τα παιδιά τους.
Όχι δεν το χωράει  ανθρώπινος νους κάτι τέτοιο. Ποιος πλάθει τόσο απάνθρωπα σενάρια και έπειτα με περισσή απλότητα τα κάνει έργα; Ποιος;
Δεν έχω όπλα , όπλο μου μόνο αυτές οι λίγες γραμμές εδώ που … κανένας δεν καθίσει να ασχοληθεί μαζί τους.
Δεν αντέχω να βλέπω μικρά προσωπάκια που δεν πρόλαβαν να πουν λεξούλες καν , σαν ζώα πεταμένα στον δρόμο. Δεν αντέχω.  Δεν είναι μακριά το θηρίο. Θα θελήσει να βλάψει και εμάς. Άνθρωποι και εμείς σαν και εκείνους που χάθηκαν στην Συρία. Σαν εκείνους που χάνονται κάθε ημέρα κάτω από τέτοιου είδους καθεστώτα κανιβάλων
.
Θα ήθελα να είχα ένα μαγικό ραβδί , να κάνω μια κίνηση και να καθαρίσω όλα αυτά τα δαιμόνια από τη γη . Να γίνει ο κόσμος αλλιώτικος. Να αγαπάμε, να θεωρούμε όλους τους ανθρώπους ίδιους. Γίνεται;

Κουράστηκα….

Sunday, June 30, 2013

Όνειρα..

Εκεί που το όνειρο συναντά την ζωή. Εκεί που ότι έχουμε σκεφτεί γίνεται με μια ανάσα , δίχως κόπο. Εκεί να βρεθούμε. Να ζήσουμε.
Κόποι , καημοί και δάκρυα , δεν υπάρχουν σε αυτή την χρωματιστή παλέτα του ονείρου. Τα χαμόγελα διάπλατα. Η αγάπη μεταμορφωμένη σε μικρές χιλιάδες πεταλούδες , αγγίζει κάθε καρδιά και δίνει ζωντάνια και χρώμα.
Σε κάθε άνθρωπο αξίζει να περάσει έστω και λίγο από ετούτο τον μαγικό τόπο. Να ξενοιάσει , να σηκώσει τα χέρια ψηλά να ακουμπήσει το φως του ήλιου, να αγγίξει τον ουρανό να γίνει ένα μαζί του.
Δεν ξέρω αν είναι τελικά στο χέρι μας όλη η ετούτη η μαγεία που περιγράφω. Αξίζει όμως να δοκιμάσουμε να το ζήσουμε . Αξίζει να περπατήσουμε ανάμεσα στις χρωματιστές πεταλούδες, να παρασυρθούμε στην δίνη του ποταμού της αγάπης.
Την βρίσκουμε σπάνια μα όταν την βρούμε αξίζει κάθε θυσία ώστε να την κρατήσουμε για πάντα κοντά μας. Η αληθινή αγάπη δεν έχει χρώμα ούτε καταγωγή. Είναι ανιδιοτελής και έτοιμη να αντιμετωπίσει  κάθε δυσκολία. Έτσι μόνο θα βρεθεί στον μαγικό μου κόσμο.  
Τα όνειρα όμως μένουν όνειρα…

Monday, June 24, 2013

Λίγες σκέψεις...





Σκέψεις ποτάμι. Τρέχουν αφήνοντας πίσω την αίσθηση της χαμένης ζωής. Της ζωής που δεν μπορείς να ζήσεις. 
Εκείνες οι σκέψεις είναι που αν ενωθούν με την ψυχή και το μολύβι μένουν στην αιωνιότητα.  Αφήνονται , εκτελούν τον σκοπό τους όσο καλύτερα μπορούν, παρασύρουν.
Μεγάλο όπλο το μολύβι. Κάνει τον πόνο λέξεις και τις λέξεις εικόνες. Θα ήθελα να είχα μόνο αυτό το όπλο στα χέρια μου. Να δίνω τις σκέψεις μου απλόχερα. Τι και αν κριθώ; Τι και αν παρεξηγηθώ; Ίσως κάποιος ή κάποιοι μάθουν από αυτές. Ίσως πάλι, να ακουλουθήσουν τα  δικά μου χνάρια στο χαρτί.
Εγώ ολοένα θα ελευθερώνω τον εαυτό μου σε αυτό το μαγικό ταξίδι δίπλα τους. Και ο πόνος θα γίνεται χαρά. 

Monday, May 20, 2013

Η κηδεία.......



Της είχαν πει ότι αν κάνει οικογένεια θα ολοκληρωθεί. Άκουσε λοιπόν το ένδοξο σόι και προχώρησε εις γάμον κοινωνία με το  έτερον της ήμισυ. Μικρή ούτε είκοσι τέσσερα δεν ήταν όταν πέρασε την πόρτα της εκκλησίας ντυμένη στα λευκά συνοδευόμενη από αδερφό και πατέρα. Όλο το ένδοξο σόι όπως είπαμε παραπάνω την ανέλαβαν εξολοκλήρου να την μετατρέψουν σε μια παραδοσιακή σύζυγο. Στην πορεία αυτής της εκπαίδευσης ήρθε και το πρώτο παιδί….. Κορίτσι …. Όλα όμορφα, όλα καλά. Το σπίτι γέμισε χαρά. Το παιδί όμως μεγάλωσε και τα έξοδα μεγάλωσαν και αυτά. Άφησε λοιπόν το βελονάκι και την φασίνα και βγήκε στην αγορά εργασίας. Παιδί, δουλειά , συζυγικές υποχρεώσεις. Πως θα μπορούσε να είναι παραδοσιακή, πως θα μπορούσε να ζήσει τον ονειρεμένο γάμο , την ονειρεμένη οικογενειακή ζωή. Το δεύτερο παιδί δεν άργησε να φανεί …. Αγόρι.  Τα πράγματα πιο δύσκολα. Τριών το πρώτο , η δουλειά απαιτητική. Ο άντρας προσπαθεί αλλά δεν τα καταφέρνει να τα προλάβει όλα…. Εκείνη ένα πολυμηχάνημα ακούραστο. Όμως κάτι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε  να προλάβει τα πάντα. Ένα αμάξι θα την έσωζε λοιπόν. Μια και δυο, στα 30 κοντά έμαθε το τιμόνι. Το πολυμηχάνημα έβγαλε και ρόδες…ω….ρε γλέντια. Στην πορεία ήρθε και το τρίτο παιδί…το πιο όμορφο το πιο καλοβαλμένο. Το βλαστάρι της. Τώρα πια ολοκληρώθηκε η οικογένεια, μεγάλωσε και το αμάξι. Έγινε πενταθέσιο μεγάλωσαν και οι αποστάσεις. Αγγλικά , γαλλικά, χορός , μπάσκετ, φίλοι. Το αμάξι έτρεχε και μαζί του η Μαρίνα η γκαζιάρα. Το σπίτι το έβλεπε λίγο. Άφηνε τα κλειδιά της και πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα τα βούταγε πάλι και δώστου από την αρχή.
Πέρασαν τα χρόνια , η Μαρίνα έγινε ο διανομέας για τα τέκνα της. Όλη την ημέρα στην δουλειά και όλη την υπόλοιπη να κάνει διανομή στις εξωσχολικές υποχρεώσεις. Μετά σίδερο , συγύρισμα. Ξέρετε τώρα…γυναίκες είστε. Και μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν και οι γονείς καθώς και η γιαγιά. Και τι γιαγιά! Την είχε ξεχάσει ο Θεος – για καλό όμως.
Η μεγάλη κόρη η Δέσποινα την ημέρα εκείνη είχε να πάει στο θέατρο, ο Άγγελος ο μεσαίος είχε να παίξει αγώνα μπάσκετ. Και η μικρή είχε μια ομαδική εργασία . Τα είχε η Μαρίνα φέρει έτσι στο μυαλό της ώστε να της βγουν οι ώρες. Μέχρι που….
Το τηλέφωνο χτύπησε πρωί-πρωί.
‘’Έλα κορίτσι μου….’’ Η φωνή της γιαγιάς.
‘’Γιαγιά , συμβαίνει κάτι; Τι ώρα είναι αυτή αξημέρωτα;’’
‘’Τίποτα κορίτσι μου πέθανε η θεία η Κούλα. Να στο πω ήθελα, στην κηδεία θα έρθεις;’’ Η ερώτηση θα έπρεπε να είναι στην κηδεία θα με πας…;
‘’Ναι γιαγιά μου θα έρθω. Τι ώρα είναι;’’
‘’Στις πέντε κόρη μου.’’
‘’Εντάξει γιαγιά μου’’ Της ήρθε κάπως. Από την μια έφυγε η θεία Κούλα –το ένδοξο σόι που είπαμε και από την άλλη….η μικρή είχε την εργασία στις πέντε και μισή. Θα προλάβαινε μάλλον…
Το πρωινό έφυγε σύντομα. Στην δουλειά ο χρόνος ή που θα μένει στάσιμος ή που δεν θα προλαβαίνεις να κάνεις τίποτα και θα έχεις μείνει πίσω. Έφυγε με το γκάζι στο πόδι τσίτα να προλάβει την μικρή, να την ετοιμάσει να πάει την μεγάλη στο θεατρικό και να αφήσει τον άντρα της οικογένειας στον αγώνα. Αναγκαστικά η μικρή θα ήταν μαζί της στην κηδεία. Δεν της άρεσε σαν ιδέα αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Ο άντρας άφαντος στην δουλειά του.
‘’Ντύσου φεύγουμε.’’ Φώναξε στην μικρή εκείνη υπάκουσε αλλά ξίνισε λίγο το μουτράκι.
Μπήκαν  όλοι στο αυτοκίνητο, ο Άγγελο κοίταζε το ρολόι του. ‘’Θα έρθεις να με πάρεις στις εφτά’’ είπε. Ένα εντάξει  ακούστηκε από την θέση του οδηγού. Η μεγάλη σταρ  της έκανε νόημα και μετά της ανέφερε ότι στις εφτά και σαράντα θα έπρεπε να είναι έξω από την σχολή. Η ώρα πλησίαζε πέντε κα εκείνη σκεφτόταν την θεία Κούλα. Εντάξει ακούστηκε ξανά. Η μικρή άρχισε την γκρίνια ότι την κουβάλαγε σε κηδείες και δεν ήταν η ηλικία της για τέτοια πράγματα. Της εξήγησε ότι δεν θα καθυστερήσουν και θα είναι στην ώρα της στην φίλη της.
Έκανε την διανομή και έφτασε επιτέλους στο νεκροταφείο. Εκεί παραταγμένο όλο το σόι. Όλες οι θείες και η γιαγιά σαν άλλος φίλαρχος στην μέση. Το μυστήριο άργησε να αρχίσει οι δείκτες του ρολογιού στέκονται όμως; Όχι βέβαια. Η μικρή άρχισε πάλι του μουρ μουρ δίχως να σκεφτεί. Την βουτάει την πάει στην φίλη της. Γυρίζει στην κηδεία όπου είχαν πια τελειώσει. Η γιαγιά την παρακαλεί να την πάει στο σπίτι της αλλά όχι μόνη μαζί με το ένδοξο σόι. Που να περπατήσουν τόσον ετών γυναίκες. Τρέχει φέρνει το αμάξι –όπισθεν παρακαλώ- ακριβώς έξω από το  νεκροταφείο. Μπαίνουν μέσα, η γιαγιά – μπροστά. Η θεία Ευτέρπη πίσω δίπλα στην θεία Αντιγόνη που δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τον θείο Αριστείδη. Δίπλα η θεία Πηνελόπη. Σαν να λέμε το αμάξι με τις θείες. Φτάνουν στο σπίτι ξεφορτώνει τους βγάζει να καθίσουν στην αυλή. Ζέστη είχε. Φτιάχνει και κάτι πρόχειρο υπό τις υποδείξεις της γιαγιάς. Ξεκινάει η συζήτηση για την θεία Κούλα ……
Το ρολόι όμως… Η ώρα κόντευε εφτά αφήνει το ένδοξο σόι και τρέχει να προλάβει τον Άγγελο. Κίνηση στον δρόμο πριν πει κύμινο που λέει και ο λαός είχε φτάσει κιόλας η ώρα της μεγάλης. Πατάει το γκάζι στην ώρα της για την επόμενη παραλαβή. Τους αφήνεις το σπίτι. Τρέχει να πάρει την μικρή σε μια κατάσταση  μισολιπόθυμη.  Κακήν κακώς την κρατάνε να φάνε μαζί αφού τα μικρά έπαιζαν. Την κερνάνε ένα κρασί και εκείνη απλά κοιτάζει το βλαστάρι της που παίζει και το χαμόγελο φτάνει ως τα αφτιά της. Αξίζει τον κόπο λέει δυνατά. Χαμογελά και ζητάει άλλο ένα ποτήρι κρασί.

Δεν ξέρω αν το περιέγραψα όπως το άκουσα σήμερα. Το στόμα της έρμης ΄΄ΜΑΡΊΝΑΣ’’ πήγαινε ροδάνι ώστε να μου εξιστορήσει την ημέρα της. Και όμως υπάρχουν και τέτοια άτομα - ακούραστα
που δεν σταματούν ποτέ…..