Saturday, December 1, 2012


                               Θυμήσου πόσα μου χάρισες….
Νατάσα Γκουτζικίδου
Εκδόσεις ΔΥΑΣ.



Ένας φάκελος , ένας φάρος μια ιστορία αγάπης με άδοξο τέλος. Μια ψυχή που ζητάει να βρει την γαλήνη. Η Νατάσα Γκουτζικίδου μας οδηγεί με την πένα της σε μυστηριώδη μονοπάτια. Ένα οδοιπορικό σε ένα ψαροχώρι και ένα νήμα που ξετυλίγεται μέσα από σωρεία   συναισθημάτων και συγκλονιστικών αποκαλύψεων.
Η Μελίνα Μεταξά μετά την αυτοκτονία της αδερφής της χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο έφτασε η Μαρίνα στο βήμα αυτό, κλείνεται κυριολεκτικά στον αυτό της. Αποφασίζει να γυρίσει στο χωρίο όπου μεγάλωσε  και την έχει στιγματίσει, μήπως μπορέσει να ηρεμήσει ψυχικά και βρει ξανά τον εαυτό της. Μαζί της στην βαλίτσα της θα πάρει και έναν φάκελο που αγνοεί το περιεχόμενο του. Άλλο ένα μυστήριο που καλείται να λύσει. Φτάνοντας στο χωρίο θα συναντήσει αγαπημένους φίλους της οικογένειας της. Εκεί είναι που  θα θυμηθεί ξανά τον θρύλο για το στυγερό έγκλημα που διαπράχθηκε πριν από εξήντα χρόνια στον φάρο του χωριού. Η μυστηριώδης ιδιοκτήτρια του φάρου την στοιχειώνει κυριολεκτικά. Η Μελίνα ακόλουθε τα όνειρα και τα οράματα που λαμβάνει κάθε φορά ώστε να φτάσει στην λύση του μυστηρίου.
Ένα βιβλίο γεμάτο ανατροπές. Ο αναγνώστης θα ταξιδέψει στο παρόν στο παρελθόν. Η Νατάσα Γκουτζικίδου με περισσή μαεστρία ενώνει το σήμερα και το χθες και οι εικόνες που φτάνουν στον αναγνώστη είναι συγκλονιστικές. Με φόντο τον παλιό φάρο και τα μυστικά του, ξεδιπλώνονται μυστικά και πάθη. Θα φτάσει άραγε η Μελίνα στην λύση του μυστηρίου του φόνου; Ποία είναι άραγε η γυναίκα που την στοιχειώνει;
Η συνέχεια στο χαρτί.
Ένα ταξίδι που αξίζει να κάνετε…..

Εύχομαι στις εκδόσεις Δυας και την Νατάσα Γκουτζικίδου κάθε επιτυχία για αυτό το υπέροχο βιβλίο.

Sunday, October 28, 2012

                            1940 Εβδομήντα δύο χρόνια μετά.

Πέρασαν τόσα χρόνια. Οι παλαιότεροι θυμούνται, οι νεότεροι γιορτάζουν κάθε χρόνο και τιμούν την αυτοθυσία όσων έπεσαν στο μέτωπο.
Χρόνια τώρα κάνουμε στο σχολείο γιορτές για το μεγάλο ΟΧΙ του Μεταξά.. Βιώνουμε για λίγο το δέος την συγκεκριμένης ημέρας και μετά τι; 
Μετά αγαπητοί μου γυρίζουμε στην βολή μας. Μετά ξεχνάμε. Μετά περιμένουμε την επόμενη 28η Οκτωβρίου να κάνουμε ακριβώς τα ίδια.
Αναρωτιέμαι αν σήμερα συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Ποιοι θα ήταν αυτοί που θα φώναζαν ΑΕΡΑ!!
Ποιοι θα πολέμαγαν για την πολύπαθη Ελλάδα που αιμορραγεί από την εποχή της Τουρκοκρατίας;
Έρχομαι να απαντήσω στο ερώτημά μου , πριν ακόμα το ξεστομίσω. ΚΑΝΕΝΑΣ!
Είμαστε η γενιά του έχω τα πάντα. Δεν έχουμε νιώσει πείνα, εγκατάλειψη  Περισσότερο  δε ,βλέποντας αυτούς που την βιώνουν και ψάχνουν στα σκουπίδια μπας και βρουν κανένα παραπεταμένο ξεροκόμματο τους κοιτούμε  απαξιωτικά. Λες και εμείς δεν θα βρεθούμε ποτέ στην θέση τους. Είμαστε τόσο σίγουροι πια;
Έρχεται στο μυαλό μου, η εικόνα του σημερινού νέου. Δεμένος με τα αόρατα δεσμά της εικονικής πραγματικότητας προσπαθεί να πορευτεί σε αυτόν τον κόσμο που στηρίζεται επάνω σε άυλη βάση. Δεν φταίει ο ίδιος κάποιοι άλλοι  άφησαν να γίνει αυτό. 
Δίνουμε αξία στο τίποτα χάνοντας έτσι την πραγματική ζωή, που κυλάει σαν νερό και χάνεται. Έχουμε καταστρέψει εμείς οι ίδιοι τις αξίες μας. Κάποτε στα χρόνια εκείνα, η οικογένεια αποτελούσε ένα μεγάλο όπλο ενάντια στον πόλεμο , ένα κίνητρο να αγωνιστεί ο στρατιώτης στο μέτωπο. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό. Δεν υπάρχει ο θεσμός της οικογένειας πια. Οι αξίες έχουν καταργηθεί και την θέση τους  έχουν πάρει σύγχρονες ιδέες  συνήθως καταστροφικές. Παλεύουν με τα κύματα όσοι θέλουν να διατηρήσουν όλα αυτά που μας κάνουν να λεγόμαστε άνθρωποι.
Αυτά σκέφτομαι κάθε φορά και μου γεννιέται η εντύπωση ότι σήμερα ένας πόλεμος-όχι σαν αυτό που ζούμε τον οικονομικό-θα ήταν και το τέλος του Ελληνικού έθνους. Οι καλοπερασάκηδες θα πέθαιναν από  την πείνα ενώ οι πιο έξυπνοι θα καταργούσαν ακόμα μια αξία, αυτή της αξιοπρέπειας και θα έκαναν κώμα με τον εχθρό. Ο σημερινός πατριώτης εκδηλώνει τον ''πατριωτισμό'' του από το διαδίκτυο βλέποντας σαν μοναδικό εχθρό τον ''Τούρκο''. Και τον λαθρομετανάστη που μπήκε στην χώρα με την άδεια αυτών που ψήφισε.
Ας κοιτάξουμε πια το δάσος , ας πάψουμε να κοιτάμε το δάχτυλο. Είναι καιρός να βρούμε μέσα μας τον πραγματικό Έλληνα. Είναι καιρός να μαζευτούμε. Καταστρεφόμαστε και οι υπαίτιοι είμαστε μόνο εμείς. Είμαι πεπεισμένη ότι θα ζήσουμε ξανά στιγμές σαν αυτές των συσσιτίων   της κατοχής με την μόνη διαφορά ότι εδώ θα είμαστε αιχμάλωτοι του δικού μας εαυτού.
Χρόνια πολλά λοιπόν με την ευχή να μάθουμε κάτι από την σημασία της σημερινής ημέρας.

Κ.Σ.


Tuesday, September 25, 2012

Μας προσανατολίζουν σε λάθος ορίζοντα. Ποίος ο στόχος του; Τα σχόλια δικά σας.

Το βρήκαμε τώρα, μας ψεκάζουν άκουσα από κάποιους, μας έχουν κάνει να χάσουμε τον ύπνο μας από κάποιους άλλους.
Μέρες τώρα, παρακολουθώ τις εξελίξεις με την μουσουλμανική κοινότητα ανά τον κόσμο να αντιτίθεται σχετικά με την προσβλητική ταινία για τον Προφήτη Μωάμεθ. Και όχι άδικα αν θυμηθεί κανείς τι είχε συμβεί κάποτε με το-καταπληκτικό έργο- του αγαπημένου μας Νίκου Καζαντζάκη ο Τελευταίος Πειρασμός. Ήμουν αγέννητη ακόμα , μα διαβάζοντας αυτό το εξαίσιο -αναφέρω ξανά-έργο, κατάλαβα γιατί καθαίρεσαν έναν από τους καλύτερους συγγραφείς της εποχής.
Έχουμε μπει όμως στην διαδικασία, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Μήπως κάποιοι θέλουν να μας γυρίσουν τα μάτια κάπου αλλού ώστε να περνάνε απαρατήρητα ή και ακόμα να μας τα περνάνε σαν δεδομένα όλα αυτά που συμβαίνουν;
Και τι συμβαίνει;
Εννοώ αυτό που συμβαίνει στο σπίτι του κάθε ένα από εμάς. Κάθε σπίτι ή μάλλον σχεδόν κάθε σπίτι, μετράει έναν τουλάχιστον άνεργο. Ενώ την ίδια στιγμή μας υποχρεώνουν σε διάφορους οδυνηρούς και παράνομους φόρους, που οι περισσότεροι ξέρω καλά ότι δεν έχουν την δυνατότητα να εξοφλήσουν.
Και τώρα φτάνω στο προαναφερθέν θέμα. Την στιγμή λοιπόν που πονάμε και πεινάμε, και όχι δεν εννοώ τον σωματικό πόνο εννοώ τον ψυχικό πόνο που νιώθει ο άνεργος όταν κάθε πρωί περνά μια και δύο φορές έξω από τον φούρνο μέχρι να αποφασίσει να μπει και να πει την γνωστή πια σε όλους μας φράση-νομίζαμε μόνο-βγαλμένη από παλιές Ελληνικές ταινίες ΄΄ γράψτε τα''. Πολυσέλιδα τεφτέρια σε κάθε μαγαζί με είδη πρώτης ανάγκης.
Μας ψεκάζουν ειδήσεις αγαπημένοι μου φίλοι. Ο χειρότερος εχθρός μας σήμερα είναι η τηλεόραση. Το μόνο μέσο διασκέδασης , αν φανταστεί κανείς και βάλει στο μυαλό του την φράση που ανέφερα παραπάνω. 
Έρχεται τώρα μια νέα είδηση που με αφήνει άναυδη. ''Συνέλαβαν τον χρήστη του FACE BOOK που εμφανιζόταν σαν πατέρας Παστίτσιος'' Δεν συμφωνώ με το όνομα και τον τρόπου που διακωμωδεί ο εν λόγω κύριος τον Πατέρα Παίσιο ενδεχομένως(τουλάχιστον δεν πάει κάποιος άλλος στο μυαλό μου.). Εδώ αναφέρομαι στον υπουργό τάδε που ενοχλήθηκε και έδωσε εντολή για αυτή την σύλληψη. Ο πατέρας Παστίτσιος ενόχλησε; Αυτό και αν είναι απόδειξη για όσα θέλω να βγάλω από μέσα μου με αυτό το κείμενο.
Συνεχίζω λοιπόν δίχως να θέλω να κουράσω και αν το κάνω ζητώ συγνώμη.
Μας αποπροσανατολίζουν, μας θεωρούν ''ζώα''. Άνθρωποι δίπλα μας υποφέρουν και μας πετάνε μια ταινία και ένα τυπάκο που έκανε την πλάκα του να ξεσηκωθεί το πλήθος. Αυτό κάνουν δεν μας ψεκάζουν , μας αφήνουν σε άγνοια σχετικά με τους πραγματικούς λόγους που μας έχουν φέρει σε αυτό το σημείο που βρισκόμαστε. Και δεν μου άρεσε που είδα σχόλια αρνητικά σχετικά με τους μουσουλμάνους. ΌΧΙ!! Ήταν εντελώς άστοχο για εμένα. Όλοι είμαστε ίσοι. Αν και εμείς ζούσαμε στην Σ.Αραβία θα φορούσαμε κελεμπία, ίσως να είχαμε και νόμου που θα μας ανάγκαζαν θα σεβαστούμε  τον διπλανό μας. Ενώ τώρα; 
Δεν τον σεβόμαστε;
Δεν υπήρξαμε και εμείς πρόσφυγες;
Θυμάμαι την φράση του πατέρα της προγιαγιάς μου. Σαν πήγε ο προπάππους μου να την ζητήσει σε γάμο. Φερμένος ο έρμος από την Κωνσταντινούπολη,'' ΣΕ ΤΟΥΡΚΟ ΘΑ ΤΗΝ ΔΩΣΩ;'' Ήταν διαφορετικός, ήταν ξένος;
Έτσι πράττουμε και εμείς. 
Δεν φταίνε οι ξένοι που βρίσκονται εδώ. Φταίνε ΑΥΤΟΙ που άνοιξαν τα σύνορα. Θυμάται κανείς τους πανηγυρισμούς όταν ανοίχτηκαν τα σύνορα και μπήκαν οι πρώτοι ξένοι. Φυλάχτηκαν ποτέ σωστά τα σύνορα ώστε να μην έχουμε τα μιλιούνια λαθρομεταναστών. Όχι, αντίθετα. Μας τους στέλνουν, και ίσως μας πληρώνουν ώστε να τους κρατήσουμε(αυτό βέβαια είναι δική μου εικασία. Με την φαντασία του συγγραφέα που λέει συχνά μια αγαπημένη φίλη.)
Με ενοχλούν όλα αυτά. Με ενοχλεί που αναγκάζομαι κάθε ημέρα να εξηγώ στα παιδιά μου ότι το χρώμα , η θρησκεία δεν έχουν καμιά αξία μπροστά στην αγάπη. Τους διδάσκουν το μίσος , την τέχνη του μίσους.
Ασχολούμαστε λοιπόν με όλα αυτά ξεχνόντας την πονεμένη Συρία που κάθε μέρα καταμετρά εκατοντάδες νεκρούς και ανάμεσα τους ΠΑΙΔΙΑ! 
Έπεσε στα χέρια μου ένα σχετιό άρθρο και σας το παραθέτω:
Η Ειδική Αντιπρόσωπος για Παιδιά και Ένοπλες Συγκρούσεις του ΟΗΕ ανέφερε ότι πολλά παιδιά πέφτουν θύματα βασανισμών όταν έχουν τεθεί υπό κράτηση και σφαγιάζονται.

Η Ραντίκα Κουμαρασουάιμι δήλωσε στο BBC ότι η ομάδα της επέστρεψε από τη Συρία με «φρικιαστικές» πληροφορίες.

Πρόσθεσε ότι τα βασανιστήρια που υφίστανται τα παιδιά είναι ασυνήθιστα ακόμα και σε περίοδο πολέμου. Τόνισε ότι ποτέ δεν έχει δει παρόμοια κατάσταση, όπου τα παιδιά να γίνονται στόχοι ηθελημένα.

«Πολλοί πρώην στρατιώτες μίλησαν για πυροβολισμούς σε περιοχές αμάχων, είδαν παιδιά, μικρά παιδιά να δολοφονούνται και να ακρωτηριάζονται» είπε.

«Είχαμε, επίσης, μαρτυρίες και είδαμε παιδιά που βασανίστηκαν και που έφεραν τα σημάδια του βασανισμού τους. Ακούσαμε, επίσης, και για περιπτώσεις παιδιών -αυτό μας το είπαν κάποια παιδιά-, που τοποθετήθηκαν πάνω σε τανκς και χρησιμοποιήθηκαν ως ανθρώπινες ασπίδες, προκειμένου τα τανκς να μη δεχτούν τα πυρά» πρόσθεσε.
Επέκρινε, παράλληλα, και τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, λέγοντας ότι θέτει σε κίνδυνο παιδιά.
Αυτό και αν με αφήνει άφωνη σαν άνθρωπο. Όχι το θέμα μου δεν είναι να δούμε τι γίνεται έξω απο την χώρα μας. Την έχω κάνει άπειρες φορές αυτή την συζήτηση και έχω βγει στο τέλος λάθος. Η γνώμη μου όμως είναι αυτή. Δεν με νοιάζει εαν είναι αρεστή. Ας πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας και να σταματήσουμε να ζούμε στο MATRIX με την μόνη μας επιλογή το μπλέ ή το κόκκινο χαπάκι.....
Τα σχόλια δικά σας.
Θα τελειώσω με την εξής φράση.  ''Μας δείχνουν το δάσος οι πράξεις τους. Εμεις όμως συνεχίζουμε παρά την ανέχεια μας να ασχολούμαστε με το δάχτυλο. Κατευθυνόμενοι από τους ίδιους που μας πίνουν το αίμα.
Κατερίνα Σωπύλη

Sunday, September 16, 2012

Τα βιβλία που αγάπησα δεμένα με μια ιστοριούλα.....




















Ανέβηκα του βουνό εκεί μου είπαν ότι θα συναντούσα ΘΕΟΥΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΕΣ(Γεωργία Κακαλοπούλου). Συνάντησα μια κοπέλα άμεσα συνδεδεμένη μαζί τους. Τα μακριά της μαλλιά τα έπαιρνε ο αέρας ενώ η σιλουέτα της έμοιαζε περισσότερο με αερικό παρά με άνθρωπου, πλησίασε μου είπε ότι ''ΑΝ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ ΡΩΤΗΣΕΙΣ'' (Ευαγγελία Ευσταθίου) θα μάθεις τα πάντα για τον μυστικό 'ΟΡΚΟ'(Φώτης Κατσιμπούρης)που έδωσε ο 'ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΟ ΦΑΡΟ'(Ευρυδίκη Αμανατίδου). Την άκουσα προσεκτικά άφησα πίσω μου το ''ΧΑΜΕΝΟ ΧΤΕΣ''(Αναστασία Καλλιοντζή) που με πλήγωνε και περπάτησα. Το βουνό τραχύ και δύσκολο να το διαβεί άνθρωπος , νύχτωσε το ''ΦΕΓΓΑΡΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ''(Μένιος Σακεραλλόπουλος)με κοίταζε να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου ώστε να φτάσω στον προορισμό μου. Με καλούσε κοντά του σαν να ήθελε να κάνω μια ''ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ''(Δημήτρης Νίκου). Ξαφνικά σκόνταψα έπεσα. Μια σκοτεινή φιγούρα με πλησίασε. Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα.... Ένας πανέμορφος άντρας σαν άλλος ''ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ''(Χρήστος Φασουλας)με τράβηξε κοντά του. Ένιωσα την ανάσα του κοντά στο πρόσωπο μου. Βρέθηκα σε ένα άλλο κόσμο . Το βουνό έγινε πιο τραχύ και φωτιά ανάβλυζε από παντού ο άγνωστος άντρας μου είπε ότι βρεθήκαμε στην χώρα του ''NARADEL'' Angela G. Pitlinger. Εκεί όλα ήταν μαγικά. Όμορφα μα και σκοτεινά. Περάσαμε το ''ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ''(Χρυσηίδα Δημουλίδου).Η ψυχή μου πλακώθηκε από όλα αυτά που αντίκρισα. Πόνος βαθύς με κυρίευσε ο σκοτεινός άντρας πάντα δίπλα μου να με οδηγεί. Σκέφτηκα , μα τι πλάσμα είναι αυτό. Τον είδα να κατεβάζει σιγά- σιγά τον μαύρο μανδύα του. Με κοίταξε με συμπόνια , ήμουν χαμένη μέσα σε αυτό το περίεργο ταξίδι. Ήταν και αυτός ένας από τους ΘΕΟΥΣ που έψαχνα το βλέμμα του με έπεισε ότι τελικά ''ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΣΥΓΚΙΝΟΥΝΤΑΙ'' (Χρήστος Λαμπρούδης).Έσκυψε κοντά μου και μου έδωσε ένα μικρό και λεπτό βιβλιαράκι  Τα άγνωστα για εμένα ιερογλυφικά γράμματα με έκαναν να απορήσω γιατί μου το δίνει. Τότε μου είπε ''ΑΝ ΘΕΣ ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ '' (Γιάννης Σταθόπουλος)εγώ υπάκουσα από μέσα έπεσε ''ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΟΡΑΛΛΙ''(Ρένα Ρώσση-Ζαίρη)χρόνια το έψαχνα πως βρέθηκε εκεί. Έκλεισα τα μάτια μου να νιώσω την αφή του. Όταν τα άνοιξα πάλι ήμουν αλλού. Ένα μικρό χωρίο και ''ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ''(Λένα Μαντά)έστεκε αγέρωχο. Κάποτε εδώ ζούσε ''ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ''(Μαρία Τζιρίτα)το θυμάμαι. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός το κοράλλι ακόμα κλεισμένο στην χούφτα μου και ο πανέμορφος άντρας πάντα στο πλάι μου. Νύχτωσε ο τόπος γέμισε ομίχλη και έγινε τρομακτικός. Ένιωσα ότι ήταν ένα -κυριολεκτικά- ''ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ''(Κάκια Ξύδη). Συνεχίσαμε την μυστηριώδη περιπλάνηση μας ενώ φτερουγίσματα ακούστηκαν από μακριά. ''ΑΓΓΕΛΟΙ ΠΟΛΕΜΟΥ''(Νατάσα Γκουτζικίδου)μας πλησίασαν φέρνοντας μας κακά μαντάτα .Εκεί ένιωσα το κορμί μου ''ΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ'' (Κάκια Ξύδη) μα έκανα λάθος γιατί πάλι βρέθηκε μπροστά μου ο φύλακας άγγελος μου να με πάρει αγκαλιά. ''Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΑΝΘΙΣΕ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ''(Ειρήνη Φραγκάκη) με φώτισε με έκανε να νιώσω δυνατή. Αυτό ήταν ''ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΟΛΟ ΑΡΧΙΖΕΙ''(Λένα Παπαδοπούλου)σκέφτηκα καιρός να μείνω στην αγκαλιά του άντρα που με έκανε με ένα του βλέμμα μόνο, δική του.
Βρέχει, νιώθω ότι οι σταγόνες καυτές εξαγνίζουν την πονεμένη μου ψυχή. Πάθη και λάθη φεύγουν αφήνοντας πίσω το χρώμα της λύπης . Τρέχει μαζί με το νερό της βροχής , χρωματισμένο κόκκινο σαν το αίμα μου. Το αίμα που έγινε νερό από την θλίψη.
Ποιος σε καταλαβαίνει , ποιος σε νιώθει. Νιώθω σαν εκείνο το κλαδάκι που έπεσε απο το δέντρο και ο αέρας το πάει όπου θέλει. Περνάει μέσα από ποτάμια πνίγεται χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Χτυπάει πάνω σε βράχια και μετά αφού έχει σπάσει σε δυο τρεις μεριές μένει μόνο και έρημο, πονεμένο σε ένα άγνωστο μέρος. Μακριά από το δέντρο που το γέννησε. Μακριά από τα πουλάκια που κάποτε κάθονταν επάνω του και κελαηδούσαν. Η βροχή συνεχίζει να το χτυπάει οι στάλες της έχουν γίνει βαριές σαν μαστίγιο.Εκείνο όμως ανήμπορο να αντιδράσει...
Ένας άγνωστος άντρας το κοιτάζει. Κουκουλωμένος μέσα στο αδιάβροχο του σκύβει το πιάνει απαλά στα χέρια του και το βάζει στην τσέπη του. Εκείνο ζεσταίνεται νιώθει όμορφα. Ένας άγνωστος το έκανε και ένιωσε όμορφα. Το πάει ως το σπίτι του. Εκεί το αφήνει πάνω στο τζάκι , εκείνο το μικρό και ανήμπορο κλαδάκι φάνηκε χρήσιμο τελικά. Ομορφαίνει εκείνη την μικρή γωνιά στο τζάκι.
Μακάρι και εγώ να είχα την ίδια τύχη. Να μπορούσα να νιώσω ξανά χρήσιμος για κάτι. Να ταξιδέψω ξανά να μπορώ να περπατήσω ξανά. Και τώρα ταξιδεύω με το μυαλό μου. Εδώ πάω μακριά αλλά όταν ανοίξω τα μάτια μου είμαι πάλι στην ίδια άσχημη θέση......
Η βροχή συνεχίζει οι στάλες της έχουν γίνει  μεγάλες πέφτουν με δύναμη συνεχίζουν το έργο τους. Θα ήθελα να είμαι στον δρόμο να μυρίσω την όμορφη μυρωδιά της και να βρέχομαι δίχως να με νοιάζει. Απλά να νιώθω το νερό της επάνω μου. Να χορέψω και τα δάκρυα μου να ανακατευτούν με την βροχή μέχρι να σταματήσουν και να μείνει μόνο εκείνη στο πρόσωπο μου. Να με εξαγνίσει πραγματικά να με κάνει να νιώσω δυνατός για λίγο για μια στιγμή...έστω και στα ψέματα.

Thursday, August 30, 2012

Σπάσε τα δεσμά ΄.

Θέλω να νιώσω λίγη ελευθερία. Θέλω τα δεσμά που μου προκαλούν ασφυξία να τα καταστρέψω με μια μόνο κίνηση. Ο ουρανός να γίνει γαλανός να τον κοιτάξω με τα μάτια της ψυχής μου , να πάρω μια βαθιά ανάσα και το γαλάζιο χρώμα του να κατακλύσει τα σωθικά μου. Να νιώσω ότι ανήκω σε εμένα, μόνο σε εμένα. Ο δρόμος της ευτυχίας μου δεν είναι μακριά. Μα θα πρέπει να ψάξω να τον βρω. 

Monday, August 6, 2012

Το ταξίδι... Μέρος 3ο


Ο γάμος έγινε με όλες τις τιμές που άρμοζαν στην νύφη και τον γαμπρό. Ένα μεγάλο γλέντι στήθηκε μετά μέχρι τις  πρώτες πρωινές ώρες.  Η νύφη και ο γαμπρός αποσύρθηκαν  αποχαιρετώντας τους καλεσμένους τους. Όλοι είχαν να λένε για το νιόπαντρο ζευγάρι. Στα μάτια τους  χιλιάδες μικρές σπίθες έκαιγαν . Ήταν ερωτευμένοι. Η Ηλέκτρα ένιωθε να σβήνει χωμένη μέσα στην αγκαλιά του . Τα στιβαρά μπράτσα του την έκλειναν δημιουργώντας έναν κλοιό ασφάλειας.
Μπήκαν στον πύργο κρατώντας την στα χέρια του. Την άφησε και ανέβηκαν μαζί την στενή σκάλα. Ήταν ή ώρα τους, η ώρα της ένωσης. Τόσο καιρό περίμενε ο Λιάκος για αυτή την ώρα να γίνει άντρας στα χέρια της και εκείνη γυναίκα στα δικά του. Θα μάθαιναν τον έρωτα μαζί. Θα ζούσαν στην δύνη του τις καλύτερες στιγμές της ζωής τους. Ο έρωτας τους είχε πια πάρει σάρκα και οστά.
Η Ηλέκτρα τρόμαξε. Αν καταλάβαινε ότι δεν ήταν τόσο αγνή όσο την φανταζόταν τι θα γινόταν;
Έδιωξε το άγχος της όμως το γλυκό φιλί του στον λαιμό της. Σιγά – σιγά ξεκίνησε να της βγάζει το νυφικό. Το ξεκούμπωσε με ευλάβεια ενώ το λευκό της δέρμα που αποκαλύφθηκε τον έκανε να τρέμει από την λαχτάρα να το γευτεί. Εκείνη έβαλε το χέρι της στο λαιμό του και τον ανάγκασε να πλησιάσει στο στήθος της. Έβγαλε ένα βογγητό  καθώς την άγγιξαν τα χείλη του. Τον οδήγησε επάνω στο κορμί της και αφέθηκε στα ηδονικά του χάδια. Εκείνος την πέταξε κυριολεκτικά επάνω στο κρεβάτι και όπως ήταν πλέον γυμνή από ρούχα  και φραγμούς έπεσε επάνω της. Τα χάδια και τα φιλιά  της  ξύπνησαν  στον πρωτάρη νέο, την αντρική του φύση.  Οι κινήσεις της τον έκαναν να θέλει να κουρσέψει το κορμί της άγρια, παθιασμένα . Δεν κρατήθηκε της έδωσε αυτό που ήθελε καλύτερα από τον πιο έμπειρο άντρα. Ήταν πια δικιά του, τίποτα δεν θα μπορούσε να το αλλάξει πια αυτό. Έκαναν έρωτα όλη την νύχτα και κουρασμένοι πια έπεσαν σε έναν γλυκό λήθαργο……

Το φώς έμπαινε από το μικρό παράθυρο που σχεδόν την τύφλωνε. Έβαλε το χέρι της  μπροστά στα μάτια της. Ήταν όντως ενοχλητικό. Με το άλλο χέρι έκανε μια κίνηση να αγκαλιάσει τον άντρα της. Αλλά δεν βρισκόταν στο κρεβάτι. Βρισκόταν στο  πάτωμα. Έκανε να σηκωθεί και το σώμα της πόναγε ολόκληρο. Δεν μπορεί αυτό να ήταν όνειρο. Δεν γινόταν ,το ΕΖΗΣΕ!
Αφού κατάφερε να σταθεί όρθια κοίταξε από το παράθυρο. Το Γύθειο του σήμερα έστεκε αγέρωχο μπροστά στα μάτια της. Εκεί που βρισκόταν το κρεβάτι τώρα υπήρχαν εικόνες από την οικογένεια Γρηγοράκου. Γύρισε στο σήμερα έτσι απλά. Έτριψε λίγο τα μάτια της να δει τα πρόσωπα. Με μεγάλη της έκπληξη ο Λιάκος Καπετανάκος  γαμπρός του Τζανή Γρηγοράκου ήταν ακριβώς ο ίδιος άντρας που παντρεύτηκε . Ενώ η Παναγιώτα Γρηγοράκου ήταν εκείνη. Ήταν ίδια. Πήγε στην πιο κάτω φωτογραφία , εκεί έστεκε η τρυφερή φυσιογνωμία της μητέρας της. Της κόπηκε η ανάσα. Τι σχέση θα μπορούσε να έχει εκείνη με αυτά τα άτομα του παρελθόντος. Γιατί είχε γυρίσει  στο παρελθόν. Κάτω από τις φωτογραφίες είχε στοιχεία για την οικογένεια.
Ο Λιάκος και η Παναγιώτα όντως παντρεύτηκαν και έκαναν δυο γιούς. Αργότερα μεγαλώνοντας τα παιδιά τους έφυγαν από το νησί και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην κωμόπολη του Γυθείου. Έζησαν να δουν τα αγόρια τους να κάνουν οικογένεια. Πέθαναν σε βαθιά γεράματα. Εκεί σταμάτησαν οι πληροφορίες. Πλησίασε την σκάλα και κοίταξε κάτω η πόρτα ήταν πια ανοιχτή. Πήρε το σακίδιο της. Έτρεξε και βγήκε έξω ήθελε να πάρει λίγο αέρα.
Ξεκίνησε να πάει για το Γύθειο θα ρώταγε κάποιον θα μάθαινε. Έπρεπε να μάθει. Ποια ήταν γιατί τα έζησε όλα αυτά. Περπάτησε και βρέθηκε στον μόλο . Εκεί ήταν το ποιο παλιό μαγαζί του Γυθείου. Μπήκε μέσα. Αυτό και αν ήταν μουσείο. Αντικείμενα εποχής από παλιά νοικοκυριά έστεκαν κρεμασμένα από κάθε γωνιά. Ενώ πολλές εικόνες από το παλιό Γύθειο την έκαναν να πιστέψει ότι είχε βρεθεί στο σωστό μέρος ώστε να συλλέξει πληροφορίες. Μέσα καθόταν ένας γεράκος. Παρά το γερασμένο γεμάτο αύλακες πρόσωπο τους ήταν καλοσυνάτος. Τον πλησίασε…
-          Καλημέρα σας. Να ρωτήσω αν ξέρετε.
-          Καλώς την κόρη. Πες μου κορώνα μου τι θα ήθελες.
-          Ξέρετε. Λέω μήπως ξέρετε τι απέγιναν οι γιοι του Λιάκου και της Παναγιώτας Καπετανάκου;
-          Τι τα θες και τα σκαλίζεις κόρη μου τώρα αυτά. Πως σου ήρθε κάτι τέτοιο;
-          Να ήμουν στο μουσείο. Και από περιέργεια θα ήθελα να μάθω.
-          Δεν είσαι περίεργη πολλοί ρωτάνε για αυτούς. Η ιστορία της χαμένης εγγονής τους βλέπεις στοιχειώνει την οικογένεια.
-          Ποια χαμένη κόρη τους τι εννοείται;
-          Η Παναγιώτα έκανε τον  Στράτο και τον Βαγγέλη . Έκαναν οικογένεια και μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Η Λιάκαινα ήταν μικρή όταν παντρεύτηκε και έτσι τα παιδιά της τα έζησε καθώς και τα εγγόνια της. Η μεγάλη της εγγονή παντρεύτηκε στους Μολάους αλλά έπεισε τον άντρα της να γυρίσουν εδώ. Η Λιάκαινα ήταν περίπου 85 όταν έγινε το κακό. Ο άντρας της είχε φύγει. Ερχόμενοι εδώ, έμεινε έγγειος η εγγονή και έκαναν ένα κοριτσάκι. ΄Του έδωσαν το όνομα της προγιαγιά της, Παναγιώτα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά παρά μόνο κορώνα μου, ότι ήταν ίδια με την Παναγιώτα. Το κοριτσάκι όμως εξαφανίστηκε ένα πρωινό. Άλλοι είπαν πως πνίγηκε άλλοι ότι το έκλεψαν. Κανείς δεν έμαθε ποτέ.
-          Πότε έγινε αυτό ; Αν αυτό το παιδί ζούσε πόσον ετών θα ήταν;
-          Να μην ήταν και 38 αν ζούσε…. Γιατί κορώνα μου εγώ την είδα να τραβά κατά το Κρανάη . Μάλλον πνίγηκε το καψερό
-          Οι γονείς της είναι ακόμα εδώ;
-          Ναι, αμέ το σπίτι τους είναι στον επάνω δρόμο. Στον Αϊ Νικόλα .
-          Ευχαριστώ πάρα πολύ.
-          Το σπίτι είναι αυτό με τα πράσινα παράθυρα. Είναι όμως πάντα κλειστά. Θα το καταλάβεις. Μα…. Για στάσου εσύ ποιανού είσαι. Μοιάζεις με την Λιάκαινα….
Η Ηλέκτρα έφυγε. Δεν έδωσε σημασία στην παρατηρητικότητα του γεράκου.  Αυτό που ήθελε το έμαθε. Κατάλαβε το νόημα του ταξιδιού. Κατάλαβε ότι τελικά όλα είναι γραμμένα. Ανέβηκε την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω δρόμο. Βρήκε το σπίτι με τα πράσινα κλειστά παράθυρα. Έκατσε να το κοιτάζει. Ίσως είχε βρει τις ρίζες της. Ίσως εκεί να ήταν οι γονείς της. Δίσταζε και δεν έκανε το βήμα . Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την μεγάλη ξύλινη πόρτα. Βήματα βαριά ακούστηκαν από μέσα. Η πόρτα άνοιξε και μπροστά της βρέθηκε το ίδιο οικείο πρόσωπο των ονείρων της. Η ίδια γυναίκα που την οδήγησε στη εκκλησία. Η γυναίκα σαν την είδε ψέλλισε. ‘’ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ’’
Η Ηλέκτρα δεν είχε κουράγιο να μιλήσει. Δεν ήξερε τι να πει. Η γυναίκα αφού πήρε βαθιά ανάσα και συνήλθε από το σόκ έπεσε επάνω της.
- Ήξερα ότι κάποτε θα σε έβρισκα. Κοριτσάκι μου.
- Μητέρα…..
Οι δύο γυναίκες αγκαλιστήκανε σφιχτά. Είχανε τόσα να πούνε. Μα ποιο πολύ η Ηλέκτρα . Το ταξίδι της βρήκε προορισμό και δεν το ξέχναγε ποτέ.


                                           Τ Ε  Λ Ο Σ


Sunday, August 5, 2012

Το ταξίδι...2ο μέρος.


Είδε το πλοίο της να αναχωρεί. Έμεινε κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό.
Ωχ!! Φώναξε με όλη της την δύναμη. Τι θα έκανε τώρα είχε πάρει μαζί της μόνο το σακίδιο της πλάτης. Την βαλίτσα της την είχε αφήσει πίσω. Έμεινε να κοιτάζει το πλοίο που απομακρυνόταν με το ένα χέρι στα μαλλιά της και το άλλο στην μέση της. Έψαξε για σιγουριά στο σακίδιο της να δει για το πορτοφόλι της . Θα ήταν φρίκη να μην είχε και χρήματα. Όχι , ευτυχώς το βρήκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να βρει ένα δωμάτιο. Την επόμενη θα έπαιρνε το επόμενο , οπότε έπαψε να την απασχολεί πια. Βρήκε ένα μικρό δωμάτιο ότι έπρεπε ακριβώς απέναντι από το νησάκι.
Περιπλανήθηκε αρκετά μέσα στα σοκάκια και έπειτα πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο ονειρεμένο τοπίο. Φτάνοντας στην αρχή του νησιού ένιωσε τα δέντρα να χαμηλώνουν ώστε να την καλωσορίσουν. Ένιωσε κάτι να την δένει με αυτόν τον τόπο. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και έκανε τα φύλλα τους να θροΐσουν σαν να ήθελαν να της μιλήσουν. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Περπάτησε πιο πολύ μέσα στο δάσος , βρέθηκε μπροστά στον πύργο. Τον κοίταξε επιβλητικός όπως έστεκε στα βάθη του χρόνου. Τον επεξεργάστηκε με το βλέμμα της. Έψαξε την είσοδο. Βρήκε στην είσοδο μια επιγραφή που έλεγε ότι λειτουργούσε σαν μουσείο. Τέλεια σκέφτηκε, ευκαιρία  να μπει μέσα. Ο πύργος την ώρα εκείνη που είχε αρχίσει να σουρουπώνει ήταν άδειος . Μπήκε μέσα και τα βήματα της αντήχησαν στον χώρο που φιλοξενούσε εικόνες από το μεσαιωνικό Γύθειο και την Μάνη. Οι χτύποι της καρδιά της συνέχιζαν να είναι ακανόνιστοι. Σαν ένα αόρατο χέρι την έσπρωξε να ανέβει στο επάνω πάτωμα. Ανέβηκε την λεπτή και στενή σκάλα ενώ τα πόδια της έτρεμαν. Φοβόταν μόνη , την ώρα που ο ήλιος  έδυε μέσα σε εκείνον τον άγνωστο μα και τόσο οικείο χώρο. Φτάνοντας στο τέλος της σκάλας είδε ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι. Παράλογο σκέφτηκε. Κάτω μουσείο και επάνω υπνοδωμάτιο. Πλησίασε το παράθυρο που το κάλυπτε ένα πλεκτό λευκό κουρτινάκι. Το παραμέρισε να δει έξω. Το Γύθειο έλαμπε σαν νύφη κάτω από το φως του φεγγαριού που έκανε λίγο πριν την εμφάνιση του. Ξάφνου άκουσε ένα βαρύγδουπο ήχο. Κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας –κόντεψε να πέσει- την σκάλα και διαπίστωσε ότι η πόρτα του πύργου έκλεισε και όχι μόνο έκλεισε αλλά κλείδωσε από την έξω μεριά. Γονάτισε, έπιασε με τα δυο της χέρια τα μαλλιά της. Της ερχόταν να ουρλιάξει. Τι είχε γίνει τι είχε κάνει. Ήταν ολομόναχη μέσα σε ένα μουσείο κλειδωμένη. Και να φώναζε ποιος θα την άκουγε. Κανείς. Μια ταβερνούλα ήταν στο νησί και αυτή στην αρχή του. Ανέβηκε πάλι την σκάλα κάθισε ξανά δίπλα στο μικρό παράθυρο, έξω είχε απλωθεί σκοτάδι. Θα περίμενε εκεί μέχρι να ξημερώσει να ανοίξουν ξανά την πόρτα. Ήταν πεινασμένη , προδομένη , πληγωμένη. Όλα αυτά μαζί σε μια ημέρα ήταν πολύ. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε να χαλαρώνει τόσο πολύ που αφέθηκε. Την πήρε ένας βαθύς ύπνος…

Φωνές ακούγονταν από έξω. Και θόρυβος σαν να πέρναγε άμαξα. Άνοιξε τα μάτια της. Σηκώθηκε απότομα. Τα πάντα είχαν αλλάξει μέσα στο δωμάτιο. Το μικρό παράθυρο ήταν τώρα στολισμένο με μια εντελώς διαφορετική κουρτίνα. Έκανε ένα βήμα και σκόνταψε. Κοίταξε τα ρούχα της. Μα τι είχε συμβεί. Η βερμούδα και το μπλουζάκι είχαν αντικατασταθεί με ένα φόρεμα μακρύ εποχής. Τρόμαξε!
Τα μαλλιά της ήταν πιο μακριά και στα χέρια της φόραγε ένα μεγάλο δαχτυλίδι με σιέλ πέτρα. Το χρώμα του φορέματος ήταν και αυτό μπλε. Άκουσε θόρυβο στην σκάλα. Μπροστά της σε λίγη ώρα στεκόταν ένας πανέμορφος νεαρός.
-Ξύπνησες αγαπημένη μου . Της είπε ο άγνωστος άντρας.
Εκείνη σάστισε. Δεν ήξερε τι να πει.
-Που βρίσκομαι , είπε.
-Τι είναι εδώ; Ρώτησε ξανά.
Εκείνος έσκυψε της έδωσε ένα γλυκό φιλί στα χείλη και την σήκωσε από κάτω. Την έκλεισε βαθιά μέσα στην αγκαλιά του. Εκείνη ένιωσε τόσο οικεία που θα ήθελε να μείνει για πάντα σε αυτήν την υπέροχη ζεστασιά. Ήταν ψιλός τα μαλλιά του ήταν μαύρα σαν έβενος, τα μάτια του είχαν ένα περίεργο πράσινο χρώμα που όμοιο του δεν είχε δει ξανά.
-          Που βρίσκομαι ρώτησε ξανά ποιος είστε;
Εκείνος τα έχασε. Την κοίταξε περίεργα. Την απομάκρυνε από κοντά του , τα μάτια του έγιναν από πράσινα πορφυρά. Του έκανε τρίτη φορά αυτή την ερώτηση. Μα τι είχε πάθει τελικά.
-          Τι ακριβώς με ρωτάς; Είσαι η Παναγιώτα Γρηγοράκου κόρη του Τζανή Γρηγοράκου και ιδιοκτήτη του πύργου και ολόκληρου του νησιού.
-          Τι χρονολογία έχουμε; Συνέχισε εκείνη μη μπορώντας να καταλάβει τι γίνεται.
-          1832…….Είπε ξέπνοα.
-          Δεν … δεν .. καταλαβαίνω είπε εκείνη και έπιασε το κεφάλι της σαν να την πονούσε.
-          Δεν είμαι αυτή που νομίζεις. Με λένε  Ηλέκτρα και ξεκίνησα εχτές από την Αθήνα να πάω στα Κύθηρα. Μπήκα εδώ να δω το μουσείο και κλείστηκα μέσα και τώρα ξυπνάω και βλέπω….
-Ξεκουράσου , παραλογίζεσαι. Εχτές έπεσες από το άλογο και χτύπησες. Αύριο είναι ο γάμος μας. Θέλω να σου έχουν φύγει από το μυαλό όλα αυτά που λες και να έχεις ηρεμήσει.
- Ο γάμος μας!! Είπε εκείνη.
Μα  τελικά που βρισκόταν τι είχε γίνει. Είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια της. Θυμόταν καλά που είχε μαλώσει με τον άντρα της. Που πήρε τα πράγματα της και έφυγε , που έχασε το καράβι της. Μα ποιο πολύ θυμόταν πόσο πολύ μαγεύτηκε όταν είδε από μακριά το νησί καθώς και το πόσο όμορφα ένιωσε σαν πλησίασε και πάτησε τα χώματα του.
- Έλα να ηρεμήσεις κατέβα να πάρουμε το πρωινό μας. Μας περιμένουν τόσα να κάνουμε.
Εκείνη υπάκουσε αφέθηκε στα δυνατά του χέρια και τον ακλούθησε. Κατεβαίνοντας άλλη μια έκπληξη την περίμενε. Εκεί που λίγες ώρες πριν ήταν το μουσείο στην θέση του υπήρχε μια τεράστια σάλα και ένα εξίσου τεράστιο τραπέζι. Επάνω υπήρχαν του κόσμου τα εδέσματα. Τα κοίταζε και δεν πίστευε μάλλον όνειρο έβλεπε.
Την ίδια στιγμή στην πόρτα φάνηκε μια αρχοντογυναίκα . Το βλέμμα της  γλυκό γεμάτο καλοσύνη. Την κοίταξε και έτρεξε κοντά της.
-Κορώνα μου κορίτσι μου είσαι καλά;
-Είμαι καλά….
-Παναγιώτα μου δεν με αναγνωρίζεις η μητέρα σου είμαι….
-Ναι . Απάντησε ξερά και μουδιασμένα.
-Τι έπαθε ; Ρώτησε και κοίταξε τον γαμπρό της.
-Σηκώθηκε και μου έλεγε ότι μάλλον είναι κάποια άλλη.
-Να καλέσουμε τον γιατρό Λιάκο μου. Θα πω στον βαρκάρη να πάει να τον φέρει. Δεν θέλω να μας έβρει καμία συμφορά . Αύριο γιε μου είναι ο γάμος σας..
 Κάθισαν όλοι μαζί. Σε λίγο έφτασε και ο πατέρας της οικογένειας. Τους κοίταζε και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Τους κοίταζε και μέσα της ένιωθε τρόμο. Που βρισκόταν ήθελε πολύ να μάθει. Είχε βρεθεί πολύ πίσω στον χρόνο. Η τσάντα της και τα προσωπικά της αντικείμενα είχαν χαθεί. Δεν είχε τίποτα. Είχε όμως μια μάνα και έναν πατέρα. Ή ίδια στην ζωή της δεν είχε μεγαλώσει με τους γονείς της. Οι άνθρωποι που την μεγάλωσαν όταν πια ήταν σε ηλικία να καταλάβει της εκμυστηρεύτηκαν ότι ήταν υιοθετημένη. Αυτή την στιγμή όμως βίωνε πως είναι να έχεις πραγματικούς γονείς. Η ζεστασιά στα μάτια αυτών των δύο ανθρώπων το καλοσυνάτο γεμάτο αγάπη άγγιγμα τους. Το φιλί της μητέρας στα μαλλιά της κόρης της, ήταν κάτι το ασύλληπτο. Το πρωινό της σε αυτό το ‘’άγνωστο ‘’ περιβάλλον με τους άνθρωπος που δήλωναν γονείς της , ήταν υπέροχο.
Προς το μεσημέρι ο αγαπημένος της Λιάκος  την πήγε βόλτα στο νησί. Το τσιμεντένιο κρηπίδωμα δεν υπήρχε. Παντού θάλασσα και δυο βαρκούλες ώστε να μεταφέρουν τον κόσμο του νησιού στην πόλη του Γυθείου. Τα σπίτια είχαν ζωηρό χρώμα ήταν σαν καινούργια δεν υπήρχε ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα ενώ άμαξες και άλογα διέσχιζαν τον χωματόδρομο. Ήταν όντως σε μια άλλη εποχή. Αλλά γιατί αυτή. Ποια ήταν. Τι ήρθε να κάνει εδώ.
Ο Λιάκος την κοίταξε γλυκά . Τα πράσινα μάτια του έσταζαν αγάπη. Την αγκάλιασε σφιχτά.
-Τρόμαξα σαν σε είδα να πέφτεις από το άλογο.
-Δεν το θυμάμαι.
-Είσαι καλύτερα τώρα; Συνήλθες;
-Θέλω να σου μιλήσω. Δεν με κατάλαβες πριν. Το όνομα μου είναι Ηλέκτρα….
-Θα ηρεμήσεις….. της είπε ενώ το βλέμμα του πάγωσε ξανά.
Δεν υπήρχε λόγος να μιλήσει ξανά να προσπαθήσει να εξηγήσει. Άδικος κόπος. Κανείς δεν θα την πίστευε. Έθαψε μέσα της τον πόνο της. Θα περίμενε να δει που θα βγει αυτό το ταξίδι στον χρόνο που είχε ξεκινήσει άθελα της….
Η νύχτα δεν άργησε  να έρθει. Κάλυψε τα πάντα στο διάβα της. Το νησί έμοιαζε με παράδεισο κάτω από το φως του φεγγαριού. Την άλλη ημέρα η Παναγιώτα θα γινόταν γυναίκα του Λιάκου και από Γρηγοράκου θα γινόταν επίσημα Καπετανακου. Ο Άγιος Πέτρος στην άκρη του βράχου στεκόταν λευκός και στολισμένος περιμένοντας την νύφη και τον γαμπρό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες κατέφθασαν στο νησί βάρκες  με τους καλεσμένους μέσα. Ο πύργος ήταν στολισμένος κα τα άλογα τα είχαν ντύσει ανάλογα για να μεταφέρουν την νυφη και τον γαμπρό στην εκκλησία.
Στο δωμάτιο επάνω περίμενε η νύφη ενώ οι υπηρέτριες της στόλιζαν τα μακριά μαλλιά της με λουλούδια. Στην πόρτα φάνηκε η μητέρα της με ένα κατάλευκο φόρεμα. Ήταν κεντημένο στο χέρι. Και το ύφασμα του ήταν μετάξί. Τα μανίκια ήταν μακριά και στο τελείωμα τους έχαν και αυτά κέντημα. Ήταν ονειρεμένο. Κάτι τέτοιο δεν είχε δει ξανά. Το ακούμπησαν ευλαβικά επάνω στο κρεβάτι και άρχισαν να την ντύνουν λέγοντας ένα μανιάτικο τραγούδι …
«Νύφη μου ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι,
το ταίρι σου ‘ναι ζηλευτό κι’ όμορφο παλικάρι,
στο σπίτι το πεθερικό στη γειτονιά οπού ‘ρθες
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν δέντρο να ριζώσεις,
και σαν μηλιά γλυκομηλιά, τους κλώνους σου ν’ απλώσεις
υγιούς εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα».
Τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα από την χαρά. Σίγουρα αυτή ήταν η προηγούμενη ζωή της. Σίγουρα αυτό ήταν το πεπρωμένο της. Όλα για κάποιο λόγο έγιναν. Ήταν για πρώτη φορά τόσο ευτυχισμένη.  Είδε τον εαυτό της μέσα σε αυτό το υπέροχο φόρεμα . Η μητέρα της έκλαιγε από χαρά  ενώ σιγοτραγουδούσε το μανιάτικο τραγούδι του γάμου.
Ένα στολισμένο άλογο την περίμενε στην είσοδο του πύργου. Βγήκε και ο πατέρας της την ανέβασε επάνω. Έστεκε σαν πριγκίπισσα μέσα στα λευκά και έκανε τους πάντες να μείνουν με το στόμα ανοιχτό. Το άλογο ξεκίνησε για τον Άγιο Πέτρο ενώ τα όργανα έπαιζαν μουσική, εκεί θα την περίμενε ο αγαπημένος της. Θα ήθελε να μην γυρνούσε ποτέ στην πρότερη ζωή της. Να ήταν αυτό ένα νέο ξεκίνημα. Να ζήσει μαζί με αυτούς τους γλυκούς ανθρώπους. Ορκίστηκε να μην αναφέρει ποτέ τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκε κοντά τους. Δεν ήταν η Παναγιώτα Γρηγοράκου κα το ήξερε καλά. Ήταν η Ηλέκτρα Σταματίου η υιοθετημένη κόρη του Γιώργου και της Πηνελόπης .



Thursday, August 2, 2012



     Το ταξίδι....


Σκυμμένη σχεδόν με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο κάγκελο του καταστρώματος  και το αριστερό της πόδι να πατάει σε αυτά , έβλεπε το απέραντο γαλάζιο να απλώνεται μπροστά της. Ο αέρας φυσούσε τα μακριά μαλλιά της και τα έφερνε πίσω από τους ώμους της.  Η ζέστη αφόρητη. Μα ευτυχώς είχε προνοήσει , φορώντας μια βερμούδα και από πάνω ένα μακό κόκκινο φανελάκι. Αδύνατη όπως ήταν  και με το σακίδιο που είχε στην πλάτη της θύμιζε περισσότερο φοιτήτρια παρά  τα 38 της χρόνια. Τα καστανά της μαλλιά έλαμπαν στα χέρια του παιχνιδιάρη ήλιου.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Λίγες ώρες πριν πέρασε στιγμές που η θύμηση τους  της έκοβαν την καρδιά με χίλιες λεπίδες. Φρόντισε για αυτό ο λατρεμένος  που τον ονόμαζε σύζυγο…
Τον τελευταίο καιρό ο εν λόγο ‘’κύριος’’ καθυστερούσε να επιστρέψει από την δουλεία. Αυτό είχε αρχίσει να γίνεται έντονα ενοχλητικό , έτσι αποφάσισε να του μιλήσει μια και καλή εκείνο το απόγευμα.
Περίμενε καρτερικά με τα φώτα σβησμένα. Έτσι μόλις τον είδε  να μπαίνει μέσα  εμφανίστηκε ξαφνικά  από το πουθενά μέσα στο σκοτάδι. Εκείνος ταράχτηκε και τινάχτηκε.
-Τι κάνεις μωρέ πας καλά;
-Εγώ τι κάνω; Είπε εκείνη με περισσή ηρεμία.
-Τι θες τέτοια ώρα και τρομάζεις τον κόσμο;
-Που ήσουν ;  Τον ρώτησε με ποιο έντονο ύφος .
-Δικός μου λογαριασμός…. Απάντησε εκείνος όλο στόμφο.
-Δικός σου λογαριασμός ; Του απάντησε εκείνη χαμηλόφωνα  με βλοσυρό βλέμμα. Έκανε μια κίνηση , αργά με σταθερά βήματα γύρισε την πλάτη της. Κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο τους. Σε λίγα λεπτά ντυμένη σαν να ήταν να πάει εκδρομή , με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι και ένα σακίδιο στην πλάτη πέρασε από μπροστά του σαν να μην υπήρχε. Άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Προφανώς δεν περίμενε κάτι τέτοιο.
Η ώρα περασμένη και δεν κυκλοφορούσαν μέσα μαζικής μεταφοράς. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά της. Ζήτησε να  την πάει το λιμάνι του Πειραιά. Φτάνοντας κοίταζε να δει που θα την βγάλει ο δρόμος της. Ποτέ ως τώρα δεν είχε φανταστεί ότι ίσως κάποτε έκανε αυτή την κίνηση. Ένιωθε βαθιά μέσα της νικήτρια. Ήταν όμως;
Βρέθηκε μπροστά στο εκδοτήριο εισιτηρίων για τα Κύθηρα. Ναι, ήταν μια πολύ καλή ιδέα. Εκεί θα πήγαινε. Δεν είχε πάει ποτέ. Έβγαλε εισιτήρια χωρίς να το σκεφτεί καν. Κοίταξε την ώρα αναχώρησης είχε περίπου μια ώρα και κάτι. Έκανε βόλτα στο λιμάνι κοιτάζοντας τα τεράστια πλοία.  Στην σκέψη του άντρα της , την έπιασαν τα κλάματα. Έψαξε το κινητό της. Σίγουρα θα την έψαχνε. Δεν είχαν μαλώσει ποτέ έτσι. Έβαλε το χέρι της βαθιά μέσα στο σακίδιο της, τίποτα , το είχε ξεχάσει στο σπίτι. Τώρα πια θα είχε χάσει εντελώς τα ίχνη της. Δεν πειράζει ας πρόσεχε . Σκέφτηκε και πήρε μια ανάσα ανακούφισης. Συνέχισε την βόλτα της. Σε κάποια γωνία βρήκε μια καντίνα. Πάει καιρός από τότε που είχε απολύσει σάντουιτς – βρώμικο- όπως το έλεγε. Αγόρασε ένα ,γεμάτο με ότι είχε το μαγαζί. Ξεκίνησε να το τρώει λαίμαργα.
- Θεέ μου τι ελευθερία ….. Σκέφτηκε.
Όταν τελείωσε έγλειψε σαν μικρό παιδί τα δάχτυλα της. Κοίταξε την ώρα είχε περάσει έμενε μισή ώρα για να ξεκινήσει. Μπήκε στο πλοίο. Κοίταξε πίσω της  σαν να μην γυρνούσε ξανά. Σαν να ήθελε οι εικόνες να αποτυπωθούν στο μυαλό της. Εκείνες οι εικόνες, η ηρεμία του λιμανιού, η νύχτα, το δροσερό αεράκι καθώς και το σακίδιο ελευθερίας που κουβαλούσε στην πλάτη της…
Το ταξίδι ξεκίνησε. Σε λίγες ώρες θα πάταγε τα πόδια της σε έναν άγνωστο τόπο. Μόνη, θα μπορούσε να σκεφτεί. Πάνω από όλα βέβαια έπρεπε να σκεφτεί μια καλή δικαιολογία για την δουλειά της . Έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε.
Σε λίγη ώρα ξημέρωσε. Σηκώθηκε από το παγκάκι του καταστρώματος που είχε κοιμηθεί και καθώς τέντωνε τα χέρια της …
Ένα μικρό νησάκι με ένα φάρο εμφανίστηκε μπροστά της. Στο κέντρο του ανάμεσα στα δέντρα δέσποζε ένας πύργος  μεσαιωνικός. Και παραδίπλα ένα όμορφο ξεχωριστό εκκλησάκι ντυμένο στα λευκά. Έμοιαζε φύλακας του πανέμορφου τοπίου.
Πλησίασε τον διπλανό της να ρωτήσει ποιο ήταν αυτό το μέρος.
-Το Γύθειο, θα κάνει στάση. Θα έχετε την ευκαιρία όσο θα παραμείνει στο λιμάνι να περιπλανηθείτε.
-Θα το κάνω σίγουρα , είπε με τον ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού………
Το πλοίο έφτασε στην προβλήτα του λιμανιού του Γυθείου. Κοίταζε το όμορφο τοπίο. Ποτέ δεν είχε έρθει σε αυτή την πλευρά της Πελοποννήσου. Ρώτησε την ώρα αναχώρησης και αμέσως μετά κατέβηκε για να περιπλανηθεί να γνωρίσει την όμορφη πόλη. Βρέθηκε στον μόλο με τον τεράστιο άγαλμα του ναύτη που δείχνει την πόλη του Γυθείου , που στέκεται κτισμένη στους πρόποδες τους βουνού. Περπάτησε και πήρε βαθιά ανάσα θέλοντας έτσι η αλμύρα να περάσει μέσα της να ποτίσει τα σωθικά της. Στάθηκε και κοίταξε τις μικρές ψαρόβαρκες.  Συνέχισε να περπατάει. Βρέθηκε μπροστά σε μια πέτρινη σκάλα έγειρε λίγο ώστε να δει που καταλήγει, στο τέλος της είδε ένα σοκάκι. Τρελαινόταν για σοκάκια. Την ανέβηκε γρήγορα. Ο δρόμος στον όποιο κατέληγε μύριζε δυόσμο και βασιλικό. Τα παραδοσιακά σπιτία με τα μικρά μπαλκονάκια τους βρίσκονταν εκεί επί αιώνες σαν φύλακες της ιστορίας της Μάνης. Το χρώμα τους είχε πια χαθεί αλλά οι ένοικοι φρόντιζαν καλά να μην χαθεί η ζωή…
Μέσα στις μυρωδιές και τα χρώματα πέρασε ακόμα μια σκάλα. Αυτή τη φορά στάθηκε μπροστά και αυτό που είδε την έκανε να αναφωνήσει.
-ΟΥΑΟΥ!!!
Μπροστά της το νησί που έβλεπε από το καράβι. Το στολίδι του Γυθείου. Κοίταξε λίγο αριστερά προς το λιμάνι και είδε …….

Συνεχίζεται....

Sunday, June 24, 2012

Να πω ότι το περίμενα; 
Θα πω ψέματα! Κάθε φορά που έκανα μπάνιο έκανα ψηλάφηση….
Πάντα διάβαζα άρθρα και έρευνες , όχι γιατί φοβόμουνα απλά για ενημέρωση. Ποιος άλλωστε μπορεί να πιστέψει ότι θα τον βρει ‘’ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΠΥΡΙ’’;
Εγώ τουλάχιστον , έλεγα σιγά μη συμβεί σε εμένα. Το ποτέ μην λες ποτέ όμως δεν το είχα λάβει υπόψη μου σοβαρά.

Έτσι ήρθε εκείνη η αποφράδα ημέρα που στην καθιερωμένη , επίσκεψη στον γυναικολόγο μου. Μετά την εξέταση μου λέει….
-Κάτι ψηλαφώ Ματινα μου. Θα κάνουμε μια μαστογραφία έτσι; Δεν νομίζω να είναι τίποτα . Τουλάχιστον έτσι όπως το βλέπω.
Δεν τον είδα να είναι ανήσυχος οπότε και εγώ με την σειρά μου το πήρα αθόρυβα σχεδόν. Θα έκανα την μαστογραφία μου και όλα καλά.
Δεν αγχώθηκα αλήθεια. Δεν σκέφτηκα καν ότι θα μπορούσα να έχω πρόβλημα. Έφυγα από τον γυναικολόγο χαλαρή. Την επόμενη έκλεισα ραντεβού για την μαστογραφία , στο σπίτι προσπάθησα να βρω το μόρφωμα που μου είπε ότι ψηλάφησε αλλά τελικά δεν τα κατάφερα. Μα που το είδε ο Χριστιανός και εγώ δεν το βρίσκω. Το άφησα, θα έβλεπα στην εξέταση.
Χωρίς ίχνος άγχους πλησίασα την κοπέλα στον μαστογράφο. Έβγαλα την μπλούζα και το στηθόδεσμο και ξεκίνησα την εξέταση. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που έδωσα σημασία στο ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Άλλες φορές ομολογώ ότι έκανα το καθιερωμένο ετήσιο checkup μου και παράταγα στο έλεος του ΘΕΟΥ τα αποτελέσματα. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Όχι μη γελιόμαστε δεν περίμενα ότι θα ήταν κάτι κακό. Απλά αυτή η περιέργεια που με έτρωγε ήταν μόνο.
Η εξέταση έλαβε τέλος με επιτυχία. Γύρισα κάπως μουδιασμένη και ντύθηκα. Ρώτησα την νοσηλεύτρια.
‘’Δείχνει κάτι;’’ Εκείνη με την σειρά της μου απάντησε ψυχρά σχεδόν.
‘’Αυτά θα τα πείτε με τον γιατρό σας.’’
Ο τόνος της φωνής της καθώς και η απάντηση της με έκαναν να εξοργιστώ προς στιγμήν. Μετά όμως ηρέμησα. Δεν μου έφταιγε και η κοπέλα.
Δύο ημέρες μετά πήρα την μαστογραφία. Δεν την άνοιξα ο φόβος ξαφνικά άρχισε να με κυριεύει . Την πήγα στον γυναικολόγο. Εκείνος την άνοιξε με περισσή άνεση την διάβασε την μελέτησε και μου απάντησε με την ίδια άνεση.
-Λοιπόν. Έχουμε ένα μόρφωμα δεξιού μαστού. Όπως ακριβώς σου είχα πει. Το σχήμα του δεν μου αρέσει . Είναι ασύμμετρο και αυτό μας παραπέμπει στην κακοήθεια….
Πως το ξεστόμισε έτσι. Τα λένε έτσι αυτά τα πράγματα;
Τον κοίταζα με το βλέμμα γεμάτο απορία με την άνεση που τον διακατείχε. Τα χέρια μου ίδρωσαν και ένιωθα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου. Πήρα μια βαθειά άνασα. Θυμήθηκα ξαφνικά τον εαυτό μου τότε που έδινα εξετάσεις και ένας κόμπος με έπνιγε. Πηγαινοερχόταν στον λαιμό μου και μου έκοβε την ανάσα.
Ο γιατρός συνέχισε να μου μιλάει…
-Μην ανησυχείς όμως μπορεί να μην είναι κάτι κακό. Αυτό βέβαια θα το διαπιστώσουμε κάνοντας βιοψία. Και σύντομα δεν παίζουμε με αυτά. Θα πας αύριο κιόλας να την κάνεις. Θα κανονίσω και θα σε στείλω εγώ. Μην αγχώνεσαι γιατί το θετικό είναι ότι , το προλάβαμε στην αρχή του.
-Γιατρέ τι θα πρέπει να κάνω τώρα εγώ. Έχω χάσει τον κόσμο.
-Καλά δεν ακούς τι σου λέω τόση ώρα βιοψία …
Ο τρόπος του χτύπαγε το καμπανάκι του νευρικού μου συστήματος. Έδωσα ξανά τόπο στην οργή. Δεν ήθελα να ξεπεράσω τα όρια τον είχα ανάγκη.
Η επόμενη ημέρα ήρθε. Η νύχτα κύλισε αργά και βασανιστικά δεν πέρναγε η ριμάδα με τίποτα. Στα παιδιά και τον άντρα μου δεν ανέφερα τίποτα μέχρι να μάθω τι ακριβώς συνέβαινε στα αλήθεια.. Δεν υπήρχε λόγος να τους τρομάξω.
Σηκώθηκα έβαλα κάτι ανάλαφρο μα και κομψό συνάμα , δεν ήθελα να είμαι χάλια. Η ζωή φέρνει πράγματα κακά στον δρόμο σου για κάποιο λόγο . Δεν υπάρχει λόγος να αλλάξεις τα δεδομένα σου μέχρι να στο ζητήσει η νέα κατάσταση.

Έφτασε η ώρα να κάνω την βιοψία. Μέσα σε τρεις ημέρες είχα δείξει το στήθος μου πάνω από δέκα φορές….έλεος ας ήταν η τελευταία.
Τα αποτελέσματα θα έβγαιναν σε δεκαπέντε ημέρες. Τι θα έκανα τόσες ημέρες. Άραγε να είχα τελικά καρκίνο. Επιτέλους το ξεστόμισα. Επιτέλους το είπα. Δεν άντεχα στην ιδέα , θα ήταν καλύτερα να είχα πεθάνει παρά να τραβήξω αυτό το μονοπάτι που μάλλον θα με οδηγούσε στο πουθενά.
Γύρισα στο σπίτι μου. Πήρα τηλέφωνο στην δουλειά και είπα ότι δεν είμαι καλά. Ξάπλωσα και τα μάτια μου ξαφνικά γέμισαν δάκρυα. Ξέσπασα μετά σε λυγμούς. Ποτέ δεν το είχα σκεφτεί. Ποτέ δεν είχα βάλει στον νου μου ότι ίσως ο καρκίνος θα χτυπήσει και την δική μου πόρτα.

Η δουλειά και οι υποχρεώσεις έκαναν τις ημέρες να περάσουν σύντομα χωρίς πολλά περιθώρια για σκέψεις και ανασφάλειες. Ήρθε η ημέρα λοιπόν που πήρα τα αποτελέσματα της βιοψίας. Δεν πήγα στον ενοχλητικό και αγενή γυναικολόγο μου. Πήγα κατευθείαν στην μαστολόγο που μου έκανε την βιοψία. Της έδωσα το αποτέλεσμα . Ήμουν περιέργως πάρα πολύ χαλαρή. Ακόμα και εγώ τώρα που το σκέφτομαι μου έκανα εντύπωση.
-Έχουμε ένα πορογενές διηθητικό καρκίνωμα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνουμε και βιοψία στους λεμφαδένες της μασχαλιαίας περιοχής γλυκιά μου. Συνήθως έχουν προσβληθεί και εκείνοι. Μην σε ανησυχεί όμως αυτό. Θα γίνει άμεσα. Πρέπει όμως να κανονίσουμε ένα χειρουργίο να βγάλουμε το είδη υπάρχον πρόβλημα. Μετά θα ξεκινήσεις θεραπείες. Θα το ξεπεράσεις και όλα θα πάνε καλά. Μόνο μην φοβάσαι.
Τα μάτια μου και πάλι γέμισαν δάκρυα με δυσκολία τα κράταγα. Ξάφνου ξεχίθηκαν. Έγινα κατακκόκινη δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Τελικά ήμουν μια από τις πολλές γυναίκες που είχαν καρκίνο. Μέσα στα δάκρυα και τον ψυχικό πόνο που ένιωθα κατάφερα να μιλήσω.
-Πότε θα ξεκινήσω, θεραπεία. Θα πάει καλά; Γιατρέ μου πείτε μου θα πεθάνω;
Η ερώτηση μου την άφησε πραγματικά άναυδη. 
-Μα πως είναι δυνατόν να λές τέτοια πράγματα Ματίνα μου. Σήμερα η επιστήμη έχει κάνει άλματα στο θέμα του καρκίνου. Θα δεις θα πάνε όλα καλά.
Δεν με καθησύχασε μα ήταν χρέος μου να το παλέψω να κοιτάξω την οικογένεια μου. Και αν τελικά ο ΘΕΟΣ με ήθελε στο πλάι του ας ήταν. 
Η σκέψη αυτή βέβαια ήταν σκέψη μιας τρελής που ψάχνει από κάπου να πιαστεί. Είναι δυνατόν να σκεφτόμουν έτσι.;;
Ενημέρωσα τους δικούς μου. Δεν είπα όμως την πάσα αλήθεια. Δεν ήθελα να τους τρομάξω…
Έκανα το χειρουργείο. Έκοψαν τον μισό μαστό. Στην αρχή είχα τις γάζες δεν καταλάβαινα και πάρα πολλά. Ευτυχώς οι λεμφαδένες δεν είχαν πειραχτεί. Ξεκίνησα θεραπείες. Δύσκολος δρόμος γεμάτος αγκάθια , ναυτίες και εμετοί ήρθαν να συμπληρώσουν την καθημερινότητα μου. Με την δεύτερη θεραπεία τα πλούσια μαλλιά μου έπεσαν. Μου είχαν πει ότι έπρεπε να αγοράσω μια μπερούκα. Δεν τους άκουσα. Δεν το ήθελα. 
Ένα πρωί αφού τις προηγούμενες ημέρες μου έμεναν τούφες από τα μαλλιά μου στο μαξιλάρι στην βούρτσα, ξύπνησα και δεν είχε μείνει τίποτα , ούτε για δείγμα που λένε μαλλί πάνω στο κεφάλι μου. Φόρεσα ένα καπέλο και πήγα και αγόρασα ένα όμορφο φουλάρι. Το έβαλα στο κεφάλι μου , είδα την πωλήτρια να με κοιτάζει με πολύ λύπη. Σαν να μου έλεγε κακομοίρα…..
Όχι δεν ήμουν κακομοίρα, απλά ήθελα τον εαυτό μου όπως ήταν. Ξαφνικά κατάλαβα ότι δεν είχα να κρύψω κάτι. 
Κοίταξα την πωλήτρια και με χαμόγελο της είπα.
-Μπορεί να συμβεί στον καθένα…..
Εκείνη κατέβασε το κεφάλι. Μια φάση ήταν και θα πέρναγε. Έτσι το πήρα έτσι το είδα. Θα μπορούσε να ήταν οτιδήποτε άλλο. Έτσι είναι. Τον καρκίνο τον τρέφει η θλίψη. Δύσκολο να τον δεις σαν φίλο , μα ναι αν προσπαθήσεις θα το κάνεις και τότε όλα θα γίνουν εύκολα…..


Αφιερωμένο σε όλες τις γυναίκες που ξυπνάμε ένα πρωί και η ζωή μας έχει αλλάξει… Τα πρόσωπα και τα γεγονότα δεν έχουν ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο καρκίνος είναι το μόνο αληθινό πρόσωπο σε αυτή την ιστορία. Δεν θα τον αφήσουμε να μας κάνει την ζωή άνω κάτω . Μπορούμε να τον νικήσουμε και θα το κάνουμε.
Κατερίνα Σωπύλη Μπουγαζιανου.

Sunday, June 17, 2012

Τα ''ΟΝΕΙΡΑ ΔΙΧΩΣ ΟΥΡΑΝΟ '' στην Κομοτηνή.

''Όνειρα δίχως ουρανό'' παρουσίαση στην ΚΟΜΟΤΗΝΗ 15/6/212
























Μια πόλη που για εμένα και τους ήρωες μου λέει πολλά. Με φιλοξένησε με αγάπη γεμίζοντας το κρυφό κουτάκι της καρδιά μου αναμνήσεις. Γέλια χαρές όμορφα λόγια συνόδευσαν τις δημιουργικές ώρες που πέρασα κοντά σε μέχρι πρότινος,άγνωστους ανθρώπους. Η Ιωάννα Δεμιράκη και το βιβλιοπωλείο ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ  αγκάλιασαν κυριολεκτικά το πόνημα μου . Ένιωσα σαν να την ήξερα χρόνια.   Οι υπεύθυνοι της εφημερίδας Ελεύθερο βήμα της Κομοτηνής που  και εκείνοι με δέχτηκαν  προσφέροντας μου απλόχερα και αμέριστα την αγάπη τους. Θέλω να ευχαριστήσω κάθε έναν ξεχωριστά για τις στιγμές που μου πρόσφεραν. Ειδικότερα να αναφερθώ τους κό και κα Λαδά που με βοήθησαν ώστε να υλοποιηθεί αυτή η παρουσίαση και να φτάσουν Ο Χακαν η Μυρτώ και ο Παύλος στην πόλη των δικών τους παθών...
Η αγαπημένη μου φίλη Τάνια Δούλαλα παρουσίασε με ένα ξεχωριστό τρόπο το βιβλίο. Δημιουργήθηκε ένα κλίμα υπέροχο διαβάζοντας αποσπάσματα και μιλώντας για αυτά. Δεν είχα ζήσει έτσι σαν ταινία το βιβλίο μου ακόμα και τότε που το έγραφα. Την ευχαριστώ πάρα πολύ για την όμορφη δουλειά της.