Monday, August 6, 2012

Το ταξίδι... Μέρος 3ο


Ο γάμος έγινε με όλες τις τιμές που άρμοζαν στην νύφη και τον γαμπρό. Ένα μεγάλο γλέντι στήθηκε μετά μέχρι τις  πρώτες πρωινές ώρες.  Η νύφη και ο γαμπρός αποσύρθηκαν  αποχαιρετώντας τους καλεσμένους τους. Όλοι είχαν να λένε για το νιόπαντρο ζευγάρι. Στα μάτια τους  χιλιάδες μικρές σπίθες έκαιγαν . Ήταν ερωτευμένοι. Η Ηλέκτρα ένιωθε να σβήνει χωμένη μέσα στην αγκαλιά του . Τα στιβαρά μπράτσα του την έκλειναν δημιουργώντας έναν κλοιό ασφάλειας.
Μπήκαν στον πύργο κρατώντας την στα χέρια του. Την άφησε και ανέβηκαν μαζί την στενή σκάλα. Ήταν ή ώρα τους, η ώρα της ένωσης. Τόσο καιρό περίμενε ο Λιάκος για αυτή την ώρα να γίνει άντρας στα χέρια της και εκείνη γυναίκα στα δικά του. Θα μάθαιναν τον έρωτα μαζί. Θα ζούσαν στην δύνη του τις καλύτερες στιγμές της ζωής τους. Ο έρωτας τους είχε πια πάρει σάρκα και οστά.
Η Ηλέκτρα τρόμαξε. Αν καταλάβαινε ότι δεν ήταν τόσο αγνή όσο την φανταζόταν τι θα γινόταν;
Έδιωξε το άγχος της όμως το γλυκό φιλί του στον λαιμό της. Σιγά – σιγά ξεκίνησε να της βγάζει το νυφικό. Το ξεκούμπωσε με ευλάβεια ενώ το λευκό της δέρμα που αποκαλύφθηκε τον έκανε να τρέμει από την λαχτάρα να το γευτεί. Εκείνη έβαλε το χέρι της στο λαιμό του και τον ανάγκασε να πλησιάσει στο στήθος της. Έβγαλε ένα βογγητό  καθώς την άγγιξαν τα χείλη του. Τον οδήγησε επάνω στο κορμί της και αφέθηκε στα ηδονικά του χάδια. Εκείνος την πέταξε κυριολεκτικά επάνω στο κρεβάτι και όπως ήταν πλέον γυμνή από ρούχα  και φραγμούς έπεσε επάνω της. Τα χάδια και τα φιλιά  της  ξύπνησαν  στον πρωτάρη νέο, την αντρική του φύση.  Οι κινήσεις της τον έκαναν να θέλει να κουρσέψει το κορμί της άγρια, παθιασμένα . Δεν κρατήθηκε της έδωσε αυτό που ήθελε καλύτερα από τον πιο έμπειρο άντρα. Ήταν πια δικιά του, τίποτα δεν θα μπορούσε να το αλλάξει πια αυτό. Έκαναν έρωτα όλη την νύχτα και κουρασμένοι πια έπεσαν σε έναν γλυκό λήθαργο……

Το φώς έμπαινε από το μικρό παράθυρο που σχεδόν την τύφλωνε. Έβαλε το χέρι της  μπροστά στα μάτια της. Ήταν όντως ενοχλητικό. Με το άλλο χέρι έκανε μια κίνηση να αγκαλιάσει τον άντρα της. Αλλά δεν βρισκόταν στο κρεβάτι. Βρισκόταν στο  πάτωμα. Έκανε να σηκωθεί και το σώμα της πόναγε ολόκληρο. Δεν μπορεί αυτό να ήταν όνειρο. Δεν γινόταν ,το ΕΖΗΣΕ!
Αφού κατάφερε να σταθεί όρθια κοίταξε από το παράθυρο. Το Γύθειο του σήμερα έστεκε αγέρωχο μπροστά στα μάτια της. Εκεί που βρισκόταν το κρεβάτι τώρα υπήρχαν εικόνες από την οικογένεια Γρηγοράκου. Γύρισε στο σήμερα έτσι απλά. Έτριψε λίγο τα μάτια της να δει τα πρόσωπα. Με μεγάλη της έκπληξη ο Λιάκος Καπετανάκος  γαμπρός του Τζανή Γρηγοράκου ήταν ακριβώς ο ίδιος άντρας που παντρεύτηκε . Ενώ η Παναγιώτα Γρηγοράκου ήταν εκείνη. Ήταν ίδια. Πήγε στην πιο κάτω φωτογραφία , εκεί έστεκε η τρυφερή φυσιογνωμία της μητέρας της. Της κόπηκε η ανάσα. Τι σχέση θα μπορούσε να έχει εκείνη με αυτά τα άτομα του παρελθόντος. Γιατί είχε γυρίσει  στο παρελθόν. Κάτω από τις φωτογραφίες είχε στοιχεία για την οικογένεια.
Ο Λιάκος και η Παναγιώτα όντως παντρεύτηκαν και έκαναν δυο γιούς. Αργότερα μεγαλώνοντας τα παιδιά τους έφυγαν από το νησί και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην κωμόπολη του Γυθείου. Έζησαν να δουν τα αγόρια τους να κάνουν οικογένεια. Πέθαναν σε βαθιά γεράματα. Εκεί σταμάτησαν οι πληροφορίες. Πλησίασε την σκάλα και κοίταξε κάτω η πόρτα ήταν πια ανοιχτή. Πήρε το σακίδιο της. Έτρεξε και βγήκε έξω ήθελε να πάρει λίγο αέρα.
Ξεκίνησε να πάει για το Γύθειο θα ρώταγε κάποιον θα μάθαινε. Έπρεπε να μάθει. Ποια ήταν γιατί τα έζησε όλα αυτά. Περπάτησε και βρέθηκε στον μόλο . Εκεί ήταν το ποιο παλιό μαγαζί του Γυθείου. Μπήκε μέσα. Αυτό και αν ήταν μουσείο. Αντικείμενα εποχής από παλιά νοικοκυριά έστεκαν κρεμασμένα από κάθε γωνιά. Ενώ πολλές εικόνες από το παλιό Γύθειο την έκαναν να πιστέψει ότι είχε βρεθεί στο σωστό μέρος ώστε να συλλέξει πληροφορίες. Μέσα καθόταν ένας γεράκος. Παρά το γερασμένο γεμάτο αύλακες πρόσωπο τους ήταν καλοσυνάτος. Τον πλησίασε…
-          Καλημέρα σας. Να ρωτήσω αν ξέρετε.
-          Καλώς την κόρη. Πες μου κορώνα μου τι θα ήθελες.
-          Ξέρετε. Λέω μήπως ξέρετε τι απέγιναν οι γιοι του Λιάκου και της Παναγιώτας Καπετανάκου;
-          Τι τα θες και τα σκαλίζεις κόρη μου τώρα αυτά. Πως σου ήρθε κάτι τέτοιο;
-          Να ήμουν στο μουσείο. Και από περιέργεια θα ήθελα να μάθω.
-          Δεν είσαι περίεργη πολλοί ρωτάνε για αυτούς. Η ιστορία της χαμένης εγγονής τους βλέπεις στοιχειώνει την οικογένεια.
-          Ποια χαμένη κόρη τους τι εννοείται;
-          Η Παναγιώτα έκανε τον  Στράτο και τον Βαγγέλη . Έκαναν οικογένεια και μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Η Λιάκαινα ήταν μικρή όταν παντρεύτηκε και έτσι τα παιδιά της τα έζησε καθώς και τα εγγόνια της. Η μεγάλη της εγγονή παντρεύτηκε στους Μολάους αλλά έπεισε τον άντρα της να γυρίσουν εδώ. Η Λιάκαινα ήταν περίπου 85 όταν έγινε το κακό. Ο άντρας της είχε φύγει. Ερχόμενοι εδώ, έμεινε έγγειος η εγγονή και έκαναν ένα κοριτσάκι. ΄Του έδωσαν το όνομα της προγιαγιά της, Παναγιώτα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά παρά μόνο κορώνα μου, ότι ήταν ίδια με την Παναγιώτα. Το κοριτσάκι όμως εξαφανίστηκε ένα πρωινό. Άλλοι είπαν πως πνίγηκε άλλοι ότι το έκλεψαν. Κανείς δεν έμαθε ποτέ.
-          Πότε έγινε αυτό ; Αν αυτό το παιδί ζούσε πόσον ετών θα ήταν;
-          Να μην ήταν και 38 αν ζούσε…. Γιατί κορώνα μου εγώ την είδα να τραβά κατά το Κρανάη . Μάλλον πνίγηκε το καψερό
-          Οι γονείς της είναι ακόμα εδώ;
-          Ναι, αμέ το σπίτι τους είναι στον επάνω δρόμο. Στον Αϊ Νικόλα .
-          Ευχαριστώ πάρα πολύ.
-          Το σπίτι είναι αυτό με τα πράσινα παράθυρα. Είναι όμως πάντα κλειστά. Θα το καταλάβεις. Μα…. Για στάσου εσύ ποιανού είσαι. Μοιάζεις με την Λιάκαινα….
Η Ηλέκτρα έφυγε. Δεν έδωσε σημασία στην παρατηρητικότητα του γεράκου.  Αυτό που ήθελε το έμαθε. Κατάλαβε το νόημα του ταξιδιού. Κατάλαβε ότι τελικά όλα είναι γραμμένα. Ανέβηκε την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω δρόμο. Βρήκε το σπίτι με τα πράσινα κλειστά παράθυρα. Έκατσε να το κοιτάζει. Ίσως είχε βρει τις ρίζες της. Ίσως εκεί να ήταν οι γονείς της. Δίσταζε και δεν έκανε το βήμα . Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την μεγάλη ξύλινη πόρτα. Βήματα βαριά ακούστηκαν από μέσα. Η πόρτα άνοιξε και μπροστά της βρέθηκε το ίδιο οικείο πρόσωπο των ονείρων της. Η ίδια γυναίκα που την οδήγησε στη εκκλησία. Η γυναίκα σαν την είδε ψέλλισε. ‘’ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ’’
Η Ηλέκτρα δεν είχε κουράγιο να μιλήσει. Δεν ήξερε τι να πει. Η γυναίκα αφού πήρε βαθιά ανάσα και συνήλθε από το σόκ έπεσε επάνω της.
- Ήξερα ότι κάποτε θα σε έβρισκα. Κοριτσάκι μου.
- Μητέρα…..
Οι δύο γυναίκες αγκαλιστήκανε σφιχτά. Είχανε τόσα να πούνε. Μα ποιο πολύ η Ηλέκτρα . Το ταξίδι της βρήκε προορισμό και δεν το ξέχναγε ποτέ.


                                           Τ Ε  Λ Ο Σ


No comments:

Post a Comment