Monday, February 16, 2015

Ανεμος... Ο έρωτας.. Κατερίνα Ν. Σωπύλη - Μαίρη Τσίλη

Η Μελίνα ξύπνησε νωρίς σήμερα κι ας ήταν Κυριακή κι ας συνήθιζε τις Κυριακές να σηκώνεται αργά από το κρεβάτι. Αυτή η Κυριακή ήταν αλλιώτικη για εκείνη. Μετά από τόσες ημέρες λύπης, παραίτησης και σιωπής τώρα πια ένιωθε δυνατή και αποφασισμένη να ζήσει ξανά δυνατά. Έβαλε το αγαπημένο της άρωμα κι αφέθηκε στην μυρωδιά του κι ύστερα κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη και του χαμογέλασε. Ήταν όμορφη και τα μεγάλα μελιά της μάτια αντανακλούσαν την ηρεμία που επιτέλους είχε έρθει πια στην ψυχή της. Μέσα σε λίγα κιόλας λεπτά ήταν ήδη στον κεντρικό πεζόδρομο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι της και περπατούσε με προορισμό την παραλία της μικρής πόλης. Είχε έρθει η άνοιξη έτσι δειλά και συνάμα ατίθασα όπως έρχεται πάντα. Οι πασχαλιές είχαν ανθίσει και σκορπούσαν την ευωδιά τους σαν χάδια προκλητικά κι ερωτικά στην ατμόσφαιρα. Η Μελίνα απολάμβανε την διαδρομή της και κοιτούσε το κάθε τι λες και το κοιτούσε για πρώτη φορά και το απολάμβανε με το μεδούλι της καρδιάς της. "Τι σου είναι η ψυχή του ανθρώπου τελικά, σκεφτόταν. Τόσο δυνατή και φτάνει στα άκρα και τόσο αδύναμη και γίνεται κομμάτια και καίγεται κι όμως από τις στάχτες της ξαναγεννιέται και ανασταίνεται πάλι και πάλι."
 Με αυτές τις σκέψεις έφτασε στο μικρό καφενεδάκι στην άκρη της παραλίας που ήταν εδώ και χρόνια στέκι αγαπημένο για την ίδια και την παρέα της. Η Ρένια, ο Μάνος και η Ζέλια ήδη είχαν καθίσει σε ένα τραπεζάκι εκεί κοντά στα αρμυρίκια. Είχαν παραγγείλει καφέδες και μιλούσαν. Πρώτος την είδε ο Μάνος, ο οποίος σηκώθηκε αμέσως όρθιος , άνοιξε τα χέρια του και της είπε χαμογελώντας:
 «Επιτέλους! Η αγαπημένη μας πριγκίπισσα Μελίνα βγήκε από το κάστρο της και ήρθε ξανά κοντά μας! Έλα αγαπημένη να σε αγκαλιάσω και να σε καλωσορίσω παρέα με τους άλλους κοινούς θνητούς!»
Όλοι έβαλαν τα γέλια και η Μελίνα μαζί τους κι έτρεξε στην αγκαλιά του Μάνου. Πόσο τον αγαπούσε τον Μάνο εδώ και χρόνια τώρα. Όλοι οι φίλοι της την αγαπούσαν και την στήριζαν αλλά ο Μάνος την ένιωθε απόλυτα με έναν τρόπο ιδιαίτερο που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ίσως κάποιος μόνο. Κάποιος που λένε ότι είναι σαν φτερωτός θεός και που τον λένε Έρωτα.
Ποτέ δεν παραδέχτηκαν την αμοιβαία αυτή ανιδιοτελή και τόσο δυνατή τους αγάπη. Πίσω από προσχήματα κρύβονταν ένας μεγάλος έρωτας, ένα μυστικό μονοπάτι που αργά η γρήγορα θα τους οδηγούσε στην ευτυχία αρκεί να το παραδέχονταν κάποια στιγμή αν και εφόσον δεν έκανε τα τερτίπια της η μοίρα.
Οι ώρες με την παρέα κύλισαν γρήγορα. Η Μελίνα δίπλα στον Μάνο του εξηγούσε όλα εκείνα τα δυσάρεστα που την κράτησαν μακριά από την όμορφη συντροφιά τους. Ο Μάνος με τα χέρια του περασμένα γύρω της, χαϊδεύοντας της τα μαλλιά την άκουγε στωικά. Λίγο αργότερα αν και καθυστερημένα από την άκρη του δρόμου φάνηκε ο Έκτορας. Ήταν ο αγαπημένος της Ζέλιας. Τα μάτια της κοπέλας άστραψαν σαν τον είδε να καταφθάνει με βήμα γρήγορο να προλάβει. Ο Μάνος έκανε μια γκριμάτσα συνοδεύοντας την με ένα γελάκι. '' Κοίτα την Ιουλιέτα πως έλαμψε σαν τον είδε... Έρως και πάλι Έρως...'' Γέλασαν και οι υπόλοιποι γιατί, πραγματικά η έκφραση της Ζέλιας ήταν τέτοια που προκαλούσε τον σχολιασμό τους. Σηκώθηκε και σαν χείμαρρος έπεσε επάνω στον νεαρό άντρα που μόλις είχε προφτάσει να πάρει μια ανάσα.
Και έτσι με τα γέλια του έρωτα να σκορπίζονται στην ατμόσφαιρα της Κυριακής που είχε ήδη φτάσει στο απόγευμα της, είχε έρθει η ώρα να σκορπιστεί και η παρέα και να τραβήξει ο καθένας για το σπίτι του. Η Ζέλια με τον Έκτορα θα πήγαιναν στο σπίτι του Ρωμαίου της μιας και δεν ήταν μαθημένη στο ποτό και το λίγο παραπάνω ουζάκι που ήπιε παρέα με τους φίλους της είχε κάνει το κεφαλάκι της να κουδουνίζει. Η Ρένια, η γιατρός της παρέας θα πήγαινε για καφέ με τον διευθυντή της κλινικής στην οποία εργαζόταν σαν μικροβιολόγος γιατί είχε να συζητήσει μαζί του κάποια εργασιακά θέματα που δεν γινόταν να περιμένουν για την Δευτέρα. Η Μελίνα με τον Μάνο κίνησαν προς την ακροθαλασσιά. Κάθισαν χάμω και άναψαν τσιγάρο. Η Μελίνα με το ένα χέρι κρατούσε το τσιγάρο της και με το άλλο πετούσε βοτσαλάκια στο νερό και χάζευε τα κυκλάκια που σχημάτιζαν. Ο Μάνος την κοιτούσε και τα βαθυπράσινα μάτια του ήταν γεμάτα ανήμερους μα συνάμα κρυμμένους πόθους που πάλευαν να βγουν ορμητικά στην επιφάνεια. Με την χαρακτηριστική αλλά και τόσο γοητευτική βραχνάδα που είχε η φωνή του, της είπε:
«Μελίνα, ξέρω πέρασες άσχημα. Ξέρω ότι σε τσάκισε η κατάληξη που είχε η σχέση σου με τον Λεωνίδα. Σου έδωσα κι εγώ όπως και όλοι μας και χρόνο και χώρο. Όμως… όμως… Θέλω να…»
Καθώς ο Μάνος κόμπιαζε και έψαχνε να βρει κουράγιο να συνεχίσει η Μελίνα τον αιφνιδίασε καθώς με τα δυο της χέρια έπιασε το πρόσωπο του και τον φίλησε βαθιά στο στόμα με ένα φιλί που έκανε τις ανάσες και των δύο να χαθούν μέσα στο άπειρο της ύπαρξης τους και τις καρδιές τους να χτυπούν σε ξέφρενο ρυθμό. Ο αιφνιδιασμός αντικαταστάθηκε με την απόλαυση. Με τα μάτια του κλειστά άφησε τα χείλη της Μελίνας να κατασπαράξουν κάθε ίντσα της αγάπης του για εκείνην, να την γευτεί να την αφήσει στον άνεμο να γλυκάνει τις ψυχές και έπειτα τα κορμιά τους. Με αργές κινήσεις για να μη χαθεί η στιγμή, η Μελίνα απομάκρυνε τα κατακόκκινα από την ένταση του φιλιού χείλη της και τον κοίταξε στα μάτια. Αυτά τα μάτια για χρόνια ήταν η ζωή της αλλά μια κρυφή αδιόρατη δύναμη δεν την άφηνε να χαθεί μέσα σε αυτά Η καρδιά της έτρεμε μήπως και τον ενόχλησε η κίνηση της. Αν και η αντίδραση του δεν μαρτυρούσε κάτι τέτοιο. Εκείνος έπιασε απαλά το πρόσωπο της και την φίλησε στο μάγουλο ψιθυρίζοντας:
''Που ήσουν τόσο καιρό άγγελε μου;''
Τα λόγια του μαλάκωσαν την αγωνία της Μελίνας και ζέσταναν την πονεμένη της ψυχή. Πόσο καιρό ήθελε να κάνει αυτή την κίνηση; Κάθε κρυφός του πόθος για αυτή τη γυναίκα θα αποκτούσε σάρκα και οστά. Την αγκάλιασε σφιχτά και προχώρησαν. Η θάλασσα έμοιαζε με τεράστιο πέπλο στρωμένο με αστέρια. Τα τελευταία λαμπυρίσματα που άφηνε ο ήλιος καθώς είχε δύσει πια μάγευαν τα βλέμματα του ζευγαριού που η ζωή τους έλαμπε δίπλα σε αυτή την ομορφιά. Το άρωμα της Μελίνας έκανε την ατμόσφαιρα πολύ πιο όμορφη. Γιασεμί πλημμύριζε τις αισθήσεις τους αφήνοντας τον Μάνο να νιώσει ακόμα περισσότερο την ζεστασιά του κορμιού της ενώ τα σώματα ακουμπούσαν απαλά. Η ώρα πέρασε, τα χρώματα της νύχτας χρωμάτισαν τον ουρανό, τα φώτα μικρά φωτεινά πλάσματα έκαναν την βραδιά ακόμα πιο μαγευτική σαν παραμύθι αληθινό.
Κι όμως η Μελίνα έτρεμε την στιγμή που ο Μάνος θα της ζητούσε να φύγουν. Δεν ήθελε να τελειώσει όλο αυτό που μόλις ξεκίνησε. Έτρεμε μήπως χωρίσουν και δεν τον δει ξανά. Στάθηκε προς την σκοτεινή θάλασσα. Μόνο το φεγγάρι έστεκε να τους κρατά συντροφιά. Άναψε ένα τσιγάρο και ο έντονος προβληματισμός χρωμάτισε το πρόσωπο της με σκούρα χρώματα.
''Τι έπαθες καρδιά μου;'' Την ρώτησε ο Μάνος σαν την είδε έτσι. Εκείνη άπλωσε το χέρι της και του έδειξε την θάλασσα. ''Βλέπεις τη θάλασσα. Μόνη και σκοτεινή. Έτσι ήμουν Μάνο μου τόσο καιρό. Σαν έφυγε ο Λεωνίδας όλα άλλαξαν στην ζωή μου. Φοβόμουνα να ανοιχτώ. Δεν ήθελα κανέναν, δεν ήθελα καν εμένα. Πόσο με πόνεσε η φυγή του. Ο μόνος που μπορούσε να με νιώσει ήσουν εσύ. Τώρα αφέθηκα μετά από τόσο καιρό, μα φοβάμαι... Το φιλί μας αξεπέραστο το θέλω πάλι και πάλι. Αλλά φοβάμαι...''
Ο Μάνος αγκάλιασε σφιχτά και με θέρμη το κορμί της Μελίνας που έτρεμε από την ψύχρα της νυχτιάς και από την υγρασία της νυχτερινής θάλασσας αλλά και από την αμηχανία εκείνη που φέρνει ο έρωτας σαν γίνεται πραγματικότητα και ολοκληρώνεται κάνοντας δυο πλάσματα να ενωθούν με σώμα και ψυχή και που όμως η ανασφάλεια για το αν έπρεπε και για το αν θα κρατήσει, σταλάζει επάνω τους και μέσα τους σαν αλμυρές σταγόνες που παλεύουν να μην εξατμιστούν από την φλόγα του πάθους και για να μην στεγνώσουν από την καθημερινότητα και τον ρεαλισμό αφήνοντας αλάτι σε παλιές πληγές τους.
«Αχ κοριτσάκι μου, αχ γλυκό μου Μελινάκι κι εγώ φοβάμαι. Φοβάμαι γιατί εδώ και χρόνια είμαστε απλά και μόνο καλοί φίλοι και τώρα που δεν άντεξα άλλο δεν ξέρω πως θα είναι από φίλοι να είμαστε και εραστές με έρωτα δηλωμένο και χαραγμένο στα φυλλοκάρδια της καρδιάς. Φοβάμαι γιατί με καίει το πόσο θα κρατήσει και γιατί δεν θέλω με τίποτα ούτε και στο ελάχιστο ούτε καν άθελα μου να σε απογοητεύσω. Κι όμως από την άλλη η ζωή που θέλουμε να ζήσουμε νικάει κάθε φόβο. Στο κάτω κάτω κοίτα και τους φίλους μας. Η Ζέλια με τον Έκτορα ζουν έναν έρωτα σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Κάτι σαν φωτορομάντζο που λέει ο λόγος. Λιώνουν μέσα στα σορόπια και περνάνε καλά γιατί για εκείνους έτσι είναι ο έρωτας και καλά κάνουν κι ας γελάμε εμείς. Η Ρένια τριγυρίζει σαν την μέλισσα γύρω από τον διευθυντή της κλινικής κι εκείνος ανταποκρίνεται και αρέσει και στους δυο τους όλο αυτό. Εσύ πάλευες χρόνια τώρα με έναν έρωτα ανεκπλήρωτο για τον Λεωνίδα που ακριβώς επειδή ήταν ανεκπλήρωτος έπαιρνε μέσα στο μυαλό σου διαστάσεις του απόλυτου και υπέροχου μύθου και όταν τον έζησες είδες πόσο χάλια κατέληξε και τσακίστηκες. Κι εγώ κορόιδευα τον εαυτό μου, έκανα ότι ερωτεύομαι, έπαιζα, φλέρταρα, σκορπιζόμουν σε ανόητες και σύντομες σχέσεις και καιγόμουν για σένα και απλά περίμενα και περίμενα…»
Η Μελίνα είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του Μάνου. Ένιωθε σαν χελιδόνι που ταξίδεψε σε χίλιους ουρανούς συννεφιασμένους και που τώρα είχε βρει μια άνοιξη ζεστή και φωτεινή να γλυκαίνει και να γεμίζει ήλιο την καρδιά της. Κι ας ήταν βράδυ πια κι ας ηχούσαν από μακριά οι αναπνοές των κυμάτων καθώς είχε πιάσει φουσκοθαλασσιά, όλα όσα έλεγε ο Μάνος ηχούσαν στα αυτιά της σαν μια μελωδία γεμάτη αλήθεια και δύναμη, σαν μια σονάτα στο φως του φεγγαριού, σαν μια ωδή στην δύναμη του έρωτα εκείνου που λέει πως ποτέ και για κανέναν δεν είναι αργά να δει και πάλι την ζωή του αλλιώς και ότι αξίζει να την κάνει σπονδή για χάρη του. Το λίγο ή το πολύ δεν έχει σημασία. Η αγκαλιά του Μάνου ήταν βάλσαμο γλυκό. Μέσα σε λίγες ώρες κατάφερε να της αλλάξει ολόκληρη την ζωή, τα βήματα της το ίδιο πρωινό που αποφάσισε ότι θα έπρεπε να βγει επιτέλους από το σπίτι και να πάψει να κλαίει για έναν χαμένο έρωτα, μια χαμένη αγάπη, μια μονόπλευρη και κουτσουρεμένη αγάπη γιατί στην σχέση της με τον Λεωνίδα εκείνη μόνο αγαπούσε. Μια σχέση που στην πορεία της μόνο χαμένα χρόνια μετρούσε και ελάχιστες στιγμές μιας φτιαχτής ευτυχίας.
Και να που τώρα τα μάτια της άνοιξαν και είδαν επιτέλους το φως. Και αυτό με μόνο της σύμμαχο το θάρρος της να την στηρίζει. Το θάρρος να του πει το σε αγαπώ, το θάρρος να απλώσει το χέρι της να αγγίξει την καρδιά του. Το θάρρος εκείνο που την έκανε να λύσει τους κόμπους στην δική της την καρδιά και να αφεθεί και να νιώσει την ζεστή ανάσα της αγάπης μέσα από την ανάσα του Μάνου.

 Ο Μάνος, μαγεμένος με την εικόνα της Μελίνας και γλυκά μεθυσμένος από τον έρωτά του για εκείνη, την κοιτούσε και η μορφή της εισχωρούσε στα όνειρα του για το μέλλον. Την αγαπούσε, την αγαπούσε και τώρα το μονοπάτι άνοιξε και κρατημένοι χέρι χέρι θα ακολουθούσαν πια σαν ιχνηλάτες του ονείρου και του έρωτα τα χνάρια και τα βήματα για την νέα τους ζωή που μόλις ετοιμαζόταν να ανατείλει. Εκείνη τη ζωή που το χωριστά γίνεται μαζί και που την χαρίζει η αγάπη απλόχερα σαν δώρο σε εκείνους που τολμούν να αγαπούν και να το λένε.

Κατερίνα Σωπύλη και Μαίρη Τσίλη



No comments:

Post a Comment