Saturday, April 7, 2012

Η ονειροπαρμένη..


          Η ονειροπαρμένη….

Τα σγουρά της μαλλιά έπεφταν πάνω στους ώμους της.  Το φόρεμα που της αγόρασε η μητέρα της, της έδινε όψη πριγκίπισσας. Κατακκόκινο της έδινε μια πανέμορφη λαμπερή όψη. Τα διάσπαρτα λευκά λουλούδια σαν ζωγραφιά ,  το έκαναν ακόμα ποιο λαμπερό. Κοίταζε το σώμα της στον καθρέφτη φόρεσε και τις μαύρες μπαλαρίνες της και έκανε γύρους , καμαρώνοντας το νέο της απόκτημα. Σήκωνε με τα χέρια της τα μαλλιά της  κάνοντας χορεύτηκες φιγούρες στις μύτες των ποδιών της. Κάποια στιγμή χωρίς λόγο ξεκίνησε να χορεύει έντονα  , και οι πιέτες του φορέματος , ακλουθούσαν την ρυθμική πορεία του σώματος της. Άνοιξε την κουρτίνα το δωμάτιο φώτισε από το λαμπερό ήλιο, κοίταξε έξω, το καταπράσινο τοπίο με τις κόκκινες , κίτρινες , μώβ πινελιές από τα διάφορα λουλούδια έμοιαζαν με πίνακα ζωγραφικής. Την μάγεψε η εικόνα και συνέχισε να κοιτάζει ακούνητη στην ίδια θέση για αρκετή ώρα. Τα μάτια της έλαμψαν μπροστά στο υπέροχο θέαμα….μα….
Ξάφνου όλα μπροστά της άλλαξαν. Το μέχρι πριν λίγα λεπτά πράσινο τοπίο γέμισε με ξερά χόρτα και σκουπίδια ενώ το φόρεμα της έγινε μια μουντή ρόμπα φθαρμένη από την πολυκαιρία. Ο χορός έγινε καπνός μιας και τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Οι μαύρες μπαλαρίνες αντικαταστάθηκαν από την γύμνια των ποδιών της. Άλλωστε τι να τα κάνει τα παπούτσια , ήταν παράλυτη. Η καρέκλα της μπροστά στο βρώμικο παράθυρο μόνιμα. Δίπλα στο παλιό σπαστό κρεβάτι που την είχαν αναγκάσει να κοιμάται τα τελευταία δέκα χρόνια. Το καροτσάκι της φθαρμένο και αυτό. Κάτω από το κάθισμα στο οποίο υπήρχε μια οπή, ήταν μια λεκάνη ώστε να κάνει την ανάγκη της. Λίγο παραπέρα ένα τραπέζι μικρό που επάνω του είχε ένα κομμάτι ψωμί και μια σούπα , δεν ήθελε ούτε να την δει. Στα όνειρα της η μητέρα της , της έφτιαχνε φορέματα και την φρόντιζε ενώ στην πραγματικότητα η ίδια της η μητέρα την είχε κλεισμένη από τα δέκα της μέσα σε εκείνο το φρικτό δωμάτιο. Από τότε που είχε εκείνο το ατύχημα που την καθύλωσε στην αναπυρική καρέκλα, η μητέρα της αφού την πήρε από το νοσοκομείο που ανακοινώθηκε στην οικογένεια ότι μόνο ένα θαύμα θα την έκανε να περπατήσει ξανά. Η μητέρα της δεν το πίστεψε, ξέγραψε για πάντα την καημένη την Μαργαρίτα που τόσο ανάγκη είχε την αγάπη της. Την έβαλε στο πιο απόμακρο δωμάτιο του σπιτιού τους και μετά από τόση αγάπη που είχε δεχτεί όλα αυτά τα χρόνια , τώρα πια έμοιαζε με σκουπίδι που δεν του έδινε κάνεις σημασία. Η μικρή της αδερφή  πότε-πότε πήγαινε να την επισκεφτεί την εικοσάχρονη πια Μαργαρίτα αλλά και αυτό δεν ήταν εύκολο γιατί η μητέρα δεν ήθελε να έρχεται σε επαφή με το τέρας του σπιτιού τους.
Ποτέ δεν κατάλαβε την αιτία της συμπεριφοράς της . Πριν το ατύχημα , ήταν μαζί όλοι ευτυχισμένοι , έπειτα όλα άλλαξαν. Την θεωρούσαν βάρος, την παραλυσία της  θεωρούσαν βάρος. Δεν ήθελαν ένα παιδί σακάτικο, ντρεπόντουσαν για αυτήν. Δέκα χρόνια μέσα σε εκείνο το δωμάτιο έκανε μόνη της όνειρα. Το παράθυρο της έβλεπε στην πίσω μεριά του σπιτιού εκεί που πέταγαν τα σκουπίδια. Στα μάτια της Μαργαρίτας όμως τα σκουπίδια  γίνονταν λουλούδια και τα ξερόχορτα που κατέκλυζαν  τον χώρο γίνονταν ένα πανέμορφο δάσος. Δεν έβλεπε τα άσχημα της ζωή της. Της ζωής που ουσιαστικά δεν ζούσε μιας και δέκα χρόνια είχε να δει άνθρωπο, να δει πως είναι τα πράγματα έξω από το σπίτι. Να δει τους ίδιους τους γονείς της. Όταν μετά την αποφράδα ημέρα που καταστράφηκε η ζωή της, την αναζήτησαν παιδία από το σχολείο της, άκουσε τους δικούς της να λένε ότι  τελικά δεν κέρδισε την μάχη με τον θάνατο και χάθηκε. Στην αρχή σοκαρίστηκε, μετά όμως που είδε ότι κανείς δεν της έδινε πια σημασία, κατάλαβε. Το καθημερινό της φαγητό το έβαζαν στο δωμάτιο μέσα από ένα μικρό πορτάκι που υπήρχε στην πόρτα. Τα  μακριά σγουρά μαλλιά της είχαν γίνει μια μάζα και από την απλυσιά μύριζαν αφόρητα. Μια φορά τον μήνα ερχόταν μια γυναίκα που είχε δώσει όρκο σιωπής, να την πλύνει και να την φροντίσει λίγο. Ουσιαστικά είχαν πει την αλήθεια οι γονείς της, νεκρή ήταν. Δεν ζούσε. Το βλέμμα της θολό και το πρόσωπο της χλωμό κοίταζε πάντα στο ίδιο σημείο. Τα χέρια της είχαν και αυτά από την ακινησία τόσων ετών αγκυλωθεί. Μόνο με την σκέψη της μίλαγε με τα πλάσματα που εκείνη έφτιαχνε. Μια μητέρα που την αγαπούσε, είχε να την δει τόσα χρόνια που πια δεν την θυμόταν. Μια αδερφή που έλεγαν τα μυστικά τους. Έναν πατέρα που την χάιδευε στοργικά. Μια οικογένεια….
Έβλεπε το σώμα της να αλλάζει μα δεν είχε δει στον καθρέφτη το πρόσωπο της. Δεν ήξερε καν πως ήταν μετά από τόσα χρόνια. Την είχαν αφήσει στο έλεος του θεού. Νόμιζε ότι ποτέ πια δεν θα κατάφερνε να μιλήσει ξανά, μιας και είχε τόσο καιρό να πει μια λέξη……
Ονειροπαρμένη μην έχοντας καμία ελπίδα για ζωή ζούσε την κάθε ημέρα της η Μαργαρίτα. Εκείνο το βράδυ όμως δεν ειχε αγγίξει το φαγητό της. Θα περίμενε να έρθουν να το πάρουν και θα έκανε αυτό που ήθελε όλα αυτά τα χρόνια. Να ρωτήσει ΓΙΑΤΙ;;;;;
Γιατί μου το κάνατε αυτό. Να ρωτήσει τι έτος ήταν να δει τον πραγματικό κόσμο. Βαρέθηκε τα όνειρα. Αυτά τελείωναν γρήγορα.
Άνοιξε η παλιά πόρτα και μέσα μπήκε η αδερφή της.
-Γιατί δεν έφαγες την ρώτησε.
Η Μαργαρίτα με το θολό όπως πάντα βλέμμα την κοίταξε και προσπάθησε να της μιλήσει. Η γλώσσα της όμως δεν κουνιόταν . Η αδερφή της κατάλαβε ότι κάτι ήθελε να της πει. Επέμεινε να την ρωτάει τι θα ήθελε. Ήταν καλό κορίτσι η Φιλιώ , μα η άρνηση της μητέρας για την Μαργαρίτα δεν της άφηναν περιθώρια να πλησιάσει και να βοηθήσει το άμοιρο πλάσμα.
-Θεεεε ψέλλισε η Μαργαρίτα..
-Πες μου τι θα ήθελες. Γρήγορα όμως μη με πάρει χαμπάρι η μητέρα ότι σου μιλαώ.
-Θεεελλλλω να πππαω έξξω.
-Θέλεις να πας έξω;;; Μα τι λες πως θα γίνει αυτό . Δεν βλέπεις πως σε έχει; Νομίζεις ότι θα σε αφήσει να βγεις από το δωμάτιο;
-Βοήηηηθησε με….
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, η αδερφή της έγειρε επάνω της και την αγκάλιασε.
-Μου λείπεις Μαργαρίτα μου. Μου λείπεις και δεν αντέχω άλλο αυτή την αδικία που γίνεται. Θα έρθω να σε βοηθήσω. Θα τα καταφέρουμε  να βγούμε να πάμε μια βόλτα εντάξει;
Η Μαργαρίτα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Η μικρή, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε όπως κάθε φορά. Το βράδυ μεταφέρθηκε στο κρεβάτι της μα δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την αγωνία. Θα τα κατάφερνε άραγε η αδερφή της να περάσει απαρατήρητη από την μήτέρα τους. Άραγε πώς να ήταν η τώρα πια μετά από τόσα χρόνια. Κάποτε ήταν στοργική και με τα δυο της παιδιά, τα αγαπούσε κα τα φρόντιζε. Είχε αφιερωθεί σε αυτά ολοκληρωτικά. Τι την έκανε όμως να φερθεί έτσι. Έπρεπε να μάθει. Την ίδια στιγμή τα μάτια της έκλεισαν , είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Το όνειρο δεν άργησε να έρθει. Φαντάστηκε ότι ήταν με την μητέρα της όπως την θυμόταν και την αδερφή της στο σαλόνι τους. Συζήταγαν και οι τρεις μαζί και έραβαν. Μα τι ήταν αυτό που έραβαν. ΑΑΑ μάλιστα για την ακρίβεια κένταγαν. Ήταν το νυφικό της. Κένταγαν το νυφικό της. Σε λίγες ημέρες θα παντρευόταν τον καλό της. Τι όμορφα που ένιωθε. Η ζεστασιά της ατμόσφαιρας που είχε φτιάξει στα όνειρα της έκανε την ψυχή της  να ηρεμήσει, την πήρε ο Μορφέας απαλά στην αγκαλιά του και την κοίμισε με στοργή.
Το επόμενο πρωί, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η αδερφή της την ξύπνησε όμορφα γλυκά και την φίλησε στο μάγουλο.
-Σήμερα είναι η ημέρα σου. Θα λείπει η μαμά με τον μπαμπά θα κάνουμε ότι έχεις ονειρευτεί . Φτάνει να με βοηθήσεις.
Η Μαργαρίτα την κοίταξε και τα μάτια της γούρλωσαν άπλωσε τα κοκαλιασμένα χέρια της και έσφιξε   το χέρι της αδερφής της.
Σε λίγη ώρα η Φιλιώ εμφανίστηκε ξανά μπροστά της. Την έβαλε στην καρέκλα της και την οδήγησε στο μπάνιο. Τα έκπληκτα καημένα μάτια που τόσα χρόνια είχαν να δουν κανονική τουαλέτα κοίταζαν καλά καλά.
-Πρώτα θα κάνουμε ένα καθώς πρέπει μπάνιο. Θα χτενίσουμε τα μαλλιά σου και μετά θα ντυθείς. Σου αγόρασα ένα καινούργιο φόρεμα. Από αυτό που αρμόζει στις κυρίες όπως είσαι εσύ.
Όπως τα είπε έτσι και έγιναν. Μπήκε στην μπανιέρα προσεκτικά με την βοήθεια της αδερφής της. Το ζεστό νερό έτρεξε επάνω στο κουρασμένο και παρατημένο κορμί σαν αγιασμός. Καθάρισε όλα τα κρίματα που οδήγησαν αυτή την νεαρή ύπαρξη σε αυτή την κατάσταση. Το σαπούνι, καθάρισε τα μαλλιά το σώμα της και την ψυχή της. Ξαφνικά ένιωθε να ζει ξανά. Η Φιλιώ, την κοίταζε και χαμογέλασε με την ευτυχία που ένιωθε με ένα απλό λυτό μπάνιο. Την σήκωσε με προσοχή και της έδωσε να βάλει καθαρά εσώρουχα. Κοίταξε το στήθος της. Είχε μεγαλώσει, ήταν πια μια γυναίκα. Φόρεσε τον στηθόδεσμο κοιτάχτηκε στον καθρέφτη , είχε τόσο πολύ αλλάξει. Κοίταζε το πρόσωπο της  , της θύμιζε τόσο πολύ την μητέρα της…..
Την ίδια στιγμή καθισμένη στο σκαμπό που διέθετε το μπάνιο είδε την αδερφή της να προβάλει κρατώντας στα χέρια της……. ΩΩΩ θεέ μου το φόρεμα των ονείρων της. Ένα κόκκινο φόρεμα με διάσπαρτα λευκά λουλούδια. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
-Μαα πως;;;
-Μου άρεσε και σου το αγόρασα. Δεν ξέρω τι με τράβηξε αλλά το ήθελα για εσένα.
-Σε ευχαριστώ….
Η γλώσσα της είχε αρχίσει πια και λυνόταν. Μίλαγε όλο και καλύτερα…
Το φόρεμα έδειχνε τόσο όμορφο επάνω της. Τα ολόσγουρά μαλλιά της έλουζαν το κόκκινο φόντο και έμοιαζε πραγματικά σαν πριγκίπισσα.
-Φιλιώ, έλα , θέλω να με βοηθήσεις να σταθώ λίγο όρθια.
Η μικρή υπάκουσε και την πήρε από τους ώμους  την στήριξε επάνω της  και εκείνη μετά από τόσα χρόνια στεκόταν όρθια μπροστά στον καθρεφτη. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η μητέρα τους. Οι δυο νεαρές με τα το βλέμμα παγωμένο την κοίταξαν και δεν μπορούσαν να μιλήσουν.
-Θεε μου….Αναφώνησε η κυρία Σοφία. Μαργαρίτα μου γύρισες κορίτσι μου;
Οι κοπέλες δεν πίστευαν αυτό που άκουγαν και έβλεπαν. Η Μαργαρίτα ένιωσε την ανάγκη να απαντήσει.
-Γύρισα μητέρα. Γύρισα για να μεινω. Θέλεις να μείνω;
-Συγχώραμε  σε πάρακαλώ. Σου φέρθηκα τόσο ανόητα και άσχημα. Δεν άντεχα να έρθω να σε αντικρύσω. Φοβόμουν να δω το θέαμα.
-Μα, μητερα πέρασαν δέκα χρόνια. Συμπλήρωσε η μικρή Φιλιώ.
-Το ξέρω παιδί μου. Τα βράδια που κοιμόταν εκεί χανόμουν . Καθόμουν και την κοίταζα που κοιμοταν. Δεν άντεχα όμως να βλέπω το παιδί μου σε αναπυρική καρέκλα . Για αυτό φέρθηκα τόσο απάνθρωπα. Για να προστατευτώ εγώ . Δεν άντεχα  άλλο πόνο.
-Και την Μαργαριτα μητέρα δεν την σκέφτηκες ποτέ;
-Τώρα γύρισε, είναι όμορφη , είναι μια νέα όμορφη κοπέλα.
-Μια νέα όμορφη που όμως είναι ακόμα παράλυτη και την στηρίζουν για να κοιταχτεί στον καθρέφτει μητέρα. Δεν θα αλλάξει αυτό.
Η γυναίκα κατέβασε το κεφάλι της και τα δάκρυα  έλουσαν το πρόσωπο της. Δεν ήθελε να παραδεχτεί λοιπόν ότι η κόρη της θα ήταν μια ζωή πια καθηλωμένη . Την αγαπούσε τόσο πολύ. Για αυτό και την καταδίκασε , και μαζί με εκείνη καταδίκασε και την ίδια. Βασανιζόταν και βασάνιζε το έρμο πλάσμα που δέκα χρόνια κλεισμένη και κρυμμένη από θεούς και ανθρώπους μεγάλωνε δίχως την στοργή και την αγάπη.
-Δεν θα αλλάξει. Θα αλλάξω εγώ όμως.
Έπεσε στα πόδια της κόρης της και έκλαιγε με αναφιλητά.  
-Συγχωράμε παιδί μου σε παρακαλώ. Ξέρω δεν γυρνάνε τα χρόνια πίσω μα θέλω να με συγχωρέσεις.
Η Μαργαρίτα έσκυψε και χάιδεψε το λευκό πια κεφάλι της μητέρα της.
-Σήκω μητέρα σε παρακαλώ. Θα κλείσουμε για πάντα εκείνη την φυλακή που ζούσα τόσα χρόνια. Όλα θα γίνουν όπως πριν.
Την βοήθησαν να περπατήσει , με δυσκολία έσειρε τα ατροφικά πόδια της. Έφτασαν στο σαλόνι. Δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα. Όλα όπως τα θυμόταν ήταν. Είδε τον γερασμένο πατέρα της που είχε παρακολουθήσει την συζήτηση τους και με δάκρυα στα μάτια την αγκάλιασε.
-Καλώς όρισες κόρη μου. Έλειπες χρόνια μα τώρα….θα τα φτιάξουμε όλα….ποτέ δεν είναι αργά.
Φιλιώ μου σε ευχαριστούμε πάρα πολύ που έφερες πίσω την αδερφή σου.
Η Φιλιώ δεν είχε καταλάβει τελικά τη ήταν αυτό που έκανε τους γονείς της να φερθούν έτσι. Δεν την ένοιαζε όμως. Αυτό που τώρα είχε σημασία ήταν να βοηθήσει την Μαργαρίτα να γυρίσει στην ζωή και η αρχή είχε γίνει…..
Η ονειροπαρμένη είχε βρει το μονοπάτι πια που οδηγούσε στην πραγματικότητα….
                    

                         Τ Ε Λ Ο Σ.


2 comments:

  1. Στα όνειρα βρίσκουμε τη δύναμη για ζωή. Για αυτό ονειρεύομαι. Όσα κακά βρεθούν μπροστά μου συνεχίζω τα όνειρα γιατί έχει αποδειχθεί (σε μένα τουλάχιστον) οτι κάποια στιγμή θα ανταμειφθώ για τον αγώνα......

    ReplyDelete
  2. Ακριβώς αυτό είναι και το μήνυμα που θα ήθελα να περάσω. Τα όνειρα είναι η ώθηση για να ζήσεις....

    ReplyDelete