Monday, April 30, 2012

Θάλασσα Θεά...


Σπέτσες …
Ο Τάσος με το πρώτο φως που ξεπρόβαλε από τις γρίλιες του παραθύρου έτρεξε στο λιμάνι. Θα συναντούσε μετά από καιρό τον αγαπημένο του πατέρα. Ναυτικός εκείνος και τα ταξίδια που έκανε, μακρινά, με αποτέλεσμα ο μικρός με την μητέρα του και τον μικρό  αδερφό  του να μένουν πίσω καρτερώντας τον κάθε φορά με λαχτάρα. Ήταν ακόμα χαράματα. Χωρίς όμως να το σκεφτεί πετάχτηκε με μιας από το κρεβάτι του. Με γρήγορες κινήσεις έβαλε το κοντό παντελονάκι του και το φανελάκι και τα  καλά του παπούτσια , που του είχε στείλει από τα ξένα ο πατέρας. Αυτά τα φόραγε μόνο στην εκκλησία και στις γιορτές , μα και τώρα σαν γιορτή δεν ήταν;
Ήθελε να είναι τέλειος , να τον ιδεί ο  πατέρας του να τον καμαρώσει που είχε τόσο μεγαλώσει.
Βγήκε στο κουζινάκι όπου είδε την μητέρα του , πήρε φόρα και έπεσε επάνω της. ‘’Έρχεται μάνα, έρχεται σήμερα!!’’
‘’ Ναι … μα γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς εσύ , και πότε πρόλαβες να ντυθείς κιόλας..’’
‘’Μάνα θέλω να είμαι έτοιμος θα πάω στο λιμάνι να περιμένω το καράβι, δεν αντέχω να περιμένω άλλο.’’
‘’Είναι νωρίς αγόρι μου, μην πας μέσα στο λιοπύρι και στηθείς εκεί. Περίμενε το μεσημέρι θα φτάσει το βαπόρι του πατέρα σου. Θα πάμε μαζί.’’
‘’Δεν αντέχω σου λέω…’’ Και με μια κίνηση άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε στο πλακόστρωτο άρχισε τότε να τρέχει. Η πρωινή αύρα χάιδευε απαλά το παιδικό του πρόσωπο δίνοντας του δύναμη να πάει πιο γρήγορα. Κάπου , κάπου έβλεπε στον δρόμο του συγχωριανούς που την ίδια ώρα πήγαιναν στις δουλείες τους. Φώναζε μια γρήγορη καλημέρα χωρίς να σταματήσει. Είχαν πια καταλάβει όλοι όσοι είδαν τον Τάσο να τρέχει σαν τρελός ότι επρόκειτο να έρθει ο Κυρ Παναγής σήμερα. Χαμογελούσαν  στο θέαμα του μικρού παιδιού που είχε βάλει με τον θεό στοίχημα  για το πόσο γρήγορα μπορούσε να τρέξει.
Ξάφνου από μακριά φάνηκε το λιμάνι. Σταμάτησε για λίγο πήρε μια ανάσα και έσκυψε ακουμπώντας το γόνατα του. Είχε όντως κουραστεί αρκετά.
Σήκωσε τους ώμους του και με περισσότερη δύναμη από πριν και αφού είχε γεμίσει τα πνευμόνια του με το απαιτούμενο οξυγόνο συνέχισε να τρέχει. Φτάνοντας στο λιμάνι κάθισε σε έναν κάβο και κοίταζε την θάλασσα. Σε λίγη ώρα η αγαπημένη γαλάζια θεά θα του έφερνε πίσω  τον λατρεμένο πατέρα του. Κοίταζε την κίνηση της θάλασσας και το βλέμμα του χανόταν στα μικρά λευκά κυματάκια. Είχε και εκείνος σαν όνειρο του κάποτε να γίνει ναυτικός , να ταξιδέψει μακριά σε μακρινούς ωκεανούς να δει πράγματα που ως τότε μόνο από το στόμα του Παναγή είχε ακούσει.
Περίμενε να μεγαλώσει λίγο ακόμα και θα έδινε εξετάσεις για την σχολή εμποροπλοιάρχων. Εκεί στις Σπέτσες δεν είχε και θα έπρεπε να βρει δουλειά να μπορέσει να μαζέψει χρήματα γιατί η σχολή ήταν στην Ύδρα.
Από μικρός ακόμα στεκόταν στα βράχια φτιάχνοντας αυτοσχέδια χάρτινα καραβάκια και τα άφηνε στο πέλαγος κοιτάζοντας τα να ταξιδεύουν με μόνο προορισμό τα όνειρα του. Τα πήγαινε όπου ήθελε εκείνος, έκανε ολόκληρες ναυμαχίες με τον αδερφό του. Ώρες ολόκληρες ξαμολιόταν στην παραλία και έπαιζε. Η σκέψη του πάντα ήταν στο πώς να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Η μητέρα του σαν είχε στερηθεί τον άντρα της τόσα χρόνια, δεν ήθελε ούτε να ακούσει για κάτι τέτοιο και έβαζε φράγμα στα σχέδια τους γιού της. Εκείνος όμως ανένδοτος , δεν άκουγε κανέναν και τίποτα..
Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Ο ήλιος είχε πια ανέβει ψηλά και έκαιγε πράγμα που σήμαινε ότι κόντευε μεσημέρι. Έτριψε τα μάτια του, είχαν καεί από τον δυνατό ήλιο. Σαν τα άνοιξε είδε από μακριά το Σάντα Μαρία. Ήταν το καράβι που δούλευε ο πατέρας του. Τα παιδικά του μάτια έλαμψαν από συγκίνηση. Πίσω του δίχως να το καταλάβει είχε έρθει και στεκόταν η μητέρα του με τον μικρότερο γιό της. Η γυναίκα έβλεπε τον γιό της που μαράζωνε στην στεριά , ήξερε καλά τι ήταν αυτό που ήθελε. Μα πώς να τον άφηνε. Κάθε φορά που ο άντρας της έφευγε εκείνη πίσω από την ανησυχία της άναβε καντήλια σε όλους τους αγίους και η μόνη της έκκληση στις προσευχές αυτές ήταν να γυρίσει ξανά κοντά της και γερός.
Ο Τάσος κοίταξε το μπλουζάκι και το παντελόνι του αν είναι εντάξει και στην συνέχεια έσκυψε και έσφιξε τα κορδόνια των παπουτσιών του. Ήθελε να είναι τέλειος. Ο πατέρας του έλειπε ένα χρόνο, τον άφησε παιδί και τώρα  ήταν πια άντρας.
Το καράβι πλησίασε τον μόλο και έριξε άγκυρα.  Στο βάθος ανάμεσα σε τόσους που περίμεναν να κατέβουν διέκριναν μάνα και γιος τον Παναγή. Ήταν ηλιοκαμένος και τα μαλλιά του ήταν πια γκρίζα. Πέρυσι που είχε ξεκινήσει δεν ήταν ακόμα τόσο γκρι….
Ο Τάσος άρχισε να φωνάζει και να κάνει κινήσεις ώστε να τον δει. Τον κοίταζε να έρχεται κοντά τους αλλά πήγαινε ιδιαίτερα αργά. Αφού τους πλησίασε λίγο ακόμα είδαν με μεγάλη τους έκπληξη ότι κράταγε ένα δεκανίκι στο αριστερό του χέρι  και το πιο φρικτό ακόμα το αριστερό μπατζάκι του ήταν άδειο!!
Η φόρα του παιδιού να τρέξει επάνω του, κόπηκε απότομα. Το βλέμμα του χάθηκε  και ξαφνικά ένιωσε την καρδιά του να σκίζετε στα δύο. Το έιδωλο  του , το πρότυπο του ο ίδιος του ο πατέρας ήταν πια ένας σακάτης. Με την σκέψη αυτή ένιωσε ακόμια πιο άσχημα με τον ίδιο τον εαυτό. Γύρισε και κοίταξε την μητέρα του. Τα μάτια της καρφωμένα στο θέαμα μα το βλέμμα της άδειο κενό από ψυχή. Σαν να μην ζούσε ήταν. Κάποιοι συνάδελφοι που τον βοήθησαν να κατέβει από την σκάλα του πλοίου μας πλησίασαν και μας έπιασαν τον ώμο..
‘’Κουράγιο χρειάζεται τώρα πια. Γάγγραινα τον χτύπησε τον καψερό.’’ Ο Τάσος άκουγε τα λόγια τους και ένιωθε πως ήταν δηλητήριο που του το έσταζαν λίγο λίγο στο στόμα που ήταν στεγνό από την ζέστη . Σκίστηκαν τα σωθικά  του από τον πόνο. Πλησίασε τον πατέρα του και τον αγκάλιασε απαλά φοβούμενος μη τον πονέσει. Η μητέρα του την ίδια στιγμή ακίνητη στην ίδια ακριβώς θέση προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει. Άκουγε τους συγχωριανούς που είχαν έρθει και εκείνοι να παραλάβουν δικά τους άτομα , που συζήταγαν για την τύχη του καημένου του Παναγή. Ξαφνικά ξύπνησε έπιασε σφιχτά τον άλλο της γιο από το χέρι και τον οδήγησε μπροστά στον άντρα της. Έσκυψε και του φίλησε το χέρι. Έπειτα τον αγκάλιασε και άφησε τον εαυτό της επιτέλους ελεύθερο κλαίγοντας με αναφιλητά .
‘’Όλα καλά θα πάνε άντρα μου, καλωσόρισες.’’
Από εκείνο το καταραμένο πρωινό και μετά η ζωή του Τάσου άλλαξε ριζικά. Αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να πιάσει δουλειά ως αχθοφόρος αρχικά στο λιμάνι , όσο άντεχε δηλαδή γιατί ένα παιδί 12 ετών δεν ήταν δυνατόν να σηκώνει τόσα βάρη. Ο πατέρας του, κλισμένος πια μέσα στο σπίτι μπροστά σε ένα παράθυρο να ατενίζει την αγαπημένη του που του δηλητηρίασε την ζωή εκείνο το βράδυ που το σκουριασμένο σίδερο του κάρφωσε το πόδι. Μεσοπέλαγα, όσες φιλότιμες προσπάθειες και να έκανε ο ιατρός του πλοίου η κατάσταση ήταν είδη δύσκολη.
Στεναχωρήθηκε που ανάγκασε το αντράκι του να γίνει τόσο ξαφνικά ο κουβαλητής του σπιτιού μα δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ευτυχώς η γυναίκα του κράταγε οικονομίες από τα χρήματα που της έστελνε τόσα χρόνια και έτσι τουλάχιστον δεν θα δυστυχούσαν.

Κάθε που τελείωνε την δουλειά του σχεδόν σούρουπο καθόταν στο ίδιο μέρος που συνάντησε τον πατέρα του. Χανόταν στην θέα της θάλασσας. ‘’ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΩ !!’’ Έλεγε μέσα του, το είχε πιστέψει ότι κάποτε θα έφτανε να κυβερνήσει ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο και θα έκανε περήφανο τον πατέρα του. Ήξερε πάρα  πολύ καλά ότι αυτό που ζούσε ήταν ένα κάπως κακό όνειρο που θα κρατούσε για λίγο……
Η θάλασσα τον περίμενε να την δαμάσει  να την γνωρίσει  να μιλήσει μαζί της….


Ο καιρός πέρασε γρήγορα, τα παιδικά χεράκια από την δουλειά άλλαξαν και μετατράπηκαν σε μικρά ροζιασμένα τοπία….
Ένα βράδυ καθώς γύρισε στο σπίτι του και βρήκε επισκέψεις. ‘Ήταν ο φίλος του Παναγή και πλοιοκτήτης ο κος Συννεφιάς. Ο πατέρας του είχε δουλέψει χρόνια κοντά του και πέρασε να δει τι κάνει. Μόλις είδε τον μικρό σηκώθηκε και του έσφιξε το χέρι . ‘’Λεβεντιά μου έχω ακούσει τα καλύτερα για εσένα, θα ήθελα αν συμφωνείς και εσύ να ερχόσουν σε ένα από τα καράβια μου να δουλέψεις.’’ Ο Τάσος κοίταξε τους γονείς του και του έγνεψαν καταφατικά. Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη που έπεσε επάνω στον κο Συννεφιά και τον αγκάλιασε.
‘’Βέβαια !!! Θέλω , θέλω!!!’’ Είχε χάσει τα λόγια του δεν ήξερε τι να πει…
Μια εβδομάδα μετά το όνειρο του θα γινόταν πραγματικότητα. Τελικά ήταν όντως ένα κακό όνειρο, στα 15 του χρόνια θα έκανε το παρθενικό του ταξίδι , θα μάζευε τα χρήματα που ήθελε και σε τρία χρόνια θα έδινε εξετάσεις για την σχολή εμποροπλοιάρχων…..

Τετάρτη πρωί ο Παναγής και η Μάρθα αποχαιρετούσαν τον πρωτότοκο τους, παραχωρώντας του το δικαίωμα να ζήσει την δική του περιπέτεια.
Η ζωή στο καράβι τελικά αποδείχτηκε δύσκολη , μα δεν το έβαζε κάτω έκανε ότι του έλεγαν και ακολουθούσε τον καπετάνιο από πίσω να μάθει να δει….
Βλέποντας αυτό το ενδιαφέρον ο καπετάνιος και λόγω της υπακοής που είχε δείξει τους μήνες που ταξίδευαν τον πρότεινε στον πλοιοκτήτη , για τον πρώτο υποψήφιο ώστε να δώσει εξετάσεις για την σχολή εμποροπλοιάρχων. Το όνειρο του τελικά έγινε πραγματικότητα σε λίγες ημέρες τον φώναξαν και του ανακοίνωσαν. Χωροπήδησε από την χαρά του ενώ μια κραυγή νίκης βγήκε από τα σωθηκά του. ‘’Το αξίζεις  Αναστάση μου..’’ Του είπε με αγάπη ο κος Συννεφιάς…..

Το πάθος και η αγάπη του η υπομονή και η αυταπάρνηση έκαναν το όνειρο του πραγματικότητα…..στις 17 Μαίου 1965 πέρασε σαν δόκιμος πια την πόρτα της σχολής εμποροπλοιάρχων στην Ύδρα..
Κοίταξε πίσω του τον πατέρα και την μητέρα του με το χέρι του στολισμένο με το λευκό γάντι της στολής, τους χαιρέτησε με αγάπη….η πραγματική ζωή τώρα ξεκινούσε………

                              ΤΕΛΟΣ..


No comments:

Post a Comment