Sunday, August 5, 2012

Το ταξίδι...2ο μέρος.


Είδε το πλοίο της να αναχωρεί. Έμεινε κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό.
Ωχ!! Φώναξε με όλη της την δύναμη. Τι θα έκανε τώρα είχε πάρει μαζί της μόνο το σακίδιο της πλάτης. Την βαλίτσα της την είχε αφήσει πίσω. Έμεινε να κοιτάζει το πλοίο που απομακρυνόταν με το ένα χέρι στα μαλλιά της και το άλλο στην μέση της. Έψαξε για σιγουριά στο σακίδιο της να δει για το πορτοφόλι της . Θα ήταν φρίκη να μην είχε και χρήματα. Όχι , ευτυχώς το βρήκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να βρει ένα δωμάτιο. Την επόμενη θα έπαιρνε το επόμενο , οπότε έπαψε να την απασχολεί πια. Βρήκε ένα μικρό δωμάτιο ότι έπρεπε ακριβώς απέναντι από το νησάκι.
Περιπλανήθηκε αρκετά μέσα στα σοκάκια και έπειτα πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο ονειρεμένο τοπίο. Φτάνοντας στην αρχή του νησιού ένιωσε τα δέντρα να χαμηλώνουν ώστε να την καλωσορίσουν. Ένιωσε κάτι να την δένει με αυτόν τον τόπο. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και έκανε τα φύλλα τους να θροΐσουν σαν να ήθελαν να της μιλήσουν. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Περπάτησε πιο πολύ μέσα στο δάσος , βρέθηκε μπροστά στον πύργο. Τον κοίταξε επιβλητικός όπως έστεκε στα βάθη του χρόνου. Τον επεξεργάστηκε με το βλέμμα της. Έψαξε την είσοδο. Βρήκε στην είσοδο μια επιγραφή που έλεγε ότι λειτουργούσε σαν μουσείο. Τέλεια σκέφτηκε, ευκαιρία  να μπει μέσα. Ο πύργος την ώρα εκείνη που είχε αρχίσει να σουρουπώνει ήταν άδειος . Μπήκε μέσα και τα βήματα της αντήχησαν στον χώρο που φιλοξενούσε εικόνες από το μεσαιωνικό Γύθειο και την Μάνη. Οι χτύποι της καρδιά της συνέχιζαν να είναι ακανόνιστοι. Σαν ένα αόρατο χέρι την έσπρωξε να ανέβει στο επάνω πάτωμα. Ανέβηκε την λεπτή και στενή σκάλα ενώ τα πόδια της έτρεμαν. Φοβόταν μόνη , την ώρα που ο ήλιος  έδυε μέσα σε εκείνον τον άγνωστο μα και τόσο οικείο χώρο. Φτάνοντας στο τέλος της σκάλας είδε ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι. Παράλογο σκέφτηκε. Κάτω μουσείο και επάνω υπνοδωμάτιο. Πλησίασε το παράθυρο που το κάλυπτε ένα πλεκτό λευκό κουρτινάκι. Το παραμέρισε να δει έξω. Το Γύθειο έλαμπε σαν νύφη κάτω από το φως του φεγγαριού που έκανε λίγο πριν την εμφάνιση του. Ξάφνου άκουσε ένα βαρύγδουπο ήχο. Κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας –κόντεψε να πέσει- την σκάλα και διαπίστωσε ότι η πόρτα του πύργου έκλεισε και όχι μόνο έκλεισε αλλά κλείδωσε από την έξω μεριά. Γονάτισε, έπιασε με τα δυο της χέρια τα μαλλιά της. Της ερχόταν να ουρλιάξει. Τι είχε γίνει τι είχε κάνει. Ήταν ολομόναχη μέσα σε ένα μουσείο κλειδωμένη. Και να φώναζε ποιος θα την άκουγε. Κανείς. Μια ταβερνούλα ήταν στο νησί και αυτή στην αρχή του. Ανέβηκε πάλι την σκάλα κάθισε ξανά δίπλα στο μικρό παράθυρο, έξω είχε απλωθεί σκοτάδι. Θα περίμενε εκεί μέχρι να ξημερώσει να ανοίξουν ξανά την πόρτα. Ήταν πεινασμένη , προδομένη , πληγωμένη. Όλα αυτά μαζί σε μια ημέρα ήταν πολύ. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε να χαλαρώνει τόσο πολύ που αφέθηκε. Την πήρε ένας βαθύς ύπνος…

Φωνές ακούγονταν από έξω. Και θόρυβος σαν να πέρναγε άμαξα. Άνοιξε τα μάτια της. Σηκώθηκε απότομα. Τα πάντα είχαν αλλάξει μέσα στο δωμάτιο. Το μικρό παράθυρο ήταν τώρα στολισμένο με μια εντελώς διαφορετική κουρτίνα. Έκανε ένα βήμα και σκόνταψε. Κοίταξε τα ρούχα της. Μα τι είχε συμβεί. Η βερμούδα και το μπλουζάκι είχαν αντικατασταθεί με ένα φόρεμα μακρύ εποχής. Τρόμαξε!
Τα μαλλιά της ήταν πιο μακριά και στα χέρια της φόραγε ένα μεγάλο δαχτυλίδι με σιέλ πέτρα. Το χρώμα του φορέματος ήταν και αυτό μπλε. Άκουσε θόρυβο στην σκάλα. Μπροστά της σε λίγη ώρα στεκόταν ένας πανέμορφος νεαρός.
-Ξύπνησες αγαπημένη μου . Της είπε ο άγνωστος άντρας.
Εκείνη σάστισε. Δεν ήξερε τι να πει.
-Που βρίσκομαι , είπε.
-Τι είναι εδώ; Ρώτησε ξανά.
Εκείνος έσκυψε της έδωσε ένα γλυκό φιλί στα χείλη και την σήκωσε από κάτω. Την έκλεισε βαθιά μέσα στην αγκαλιά του. Εκείνη ένιωσε τόσο οικεία που θα ήθελε να μείνει για πάντα σε αυτήν την υπέροχη ζεστασιά. Ήταν ψιλός τα μαλλιά του ήταν μαύρα σαν έβενος, τα μάτια του είχαν ένα περίεργο πράσινο χρώμα που όμοιο του δεν είχε δει ξανά.
-          Που βρίσκομαι ρώτησε ξανά ποιος είστε;
Εκείνος τα έχασε. Την κοίταξε περίεργα. Την απομάκρυνε από κοντά του , τα μάτια του έγιναν από πράσινα πορφυρά. Του έκανε τρίτη φορά αυτή την ερώτηση. Μα τι είχε πάθει τελικά.
-          Τι ακριβώς με ρωτάς; Είσαι η Παναγιώτα Γρηγοράκου κόρη του Τζανή Γρηγοράκου και ιδιοκτήτη του πύργου και ολόκληρου του νησιού.
-          Τι χρονολογία έχουμε; Συνέχισε εκείνη μη μπορώντας να καταλάβει τι γίνεται.
-          1832…….Είπε ξέπνοα.
-          Δεν … δεν .. καταλαβαίνω είπε εκείνη και έπιασε το κεφάλι της σαν να την πονούσε.
-          Δεν είμαι αυτή που νομίζεις. Με λένε  Ηλέκτρα και ξεκίνησα εχτές από την Αθήνα να πάω στα Κύθηρα. Μπήκα εδώ να δω το μουσείο και κλείστηκα μέσα και τώρα ξυπνάω και βλέπω….
-Ξεκουράσου , παραλογίζεσαι. Εχτές έπεσες από το άλογο και χτύπησες. Αύριο είναι ο γάμος μας. Θέλω να σου έχουν φύγει από το μυαλό όλα αυτά που λες και να έχεις ηρεμήσει.
- Ο γάμος μας!! Είπε εκείνη.
Μα  τελικά που βρισκόταν τι είχε γίνει. Είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια της. Θυμόταν καλά που είχε μαλώσει με τον άντρα της. Που πήρε τα πράγματα της και έφυγε , που έχασε το καράβι της. Μα ποιο πολύ θυμόταν πόσο πολύ μαγεύτηκε όταν είδε από μακριά το νησί καθώς και το πόσο όμορφα ένιωσε σαν πλησίασε και πάτησε τα χώματα του.
- Έλα να ηρεμήσεις κατέβα να πάρουμε το πρωινό μας. Μας περιμένουν τόσα να κάνουμε.
Εκείνη υπάκουσε αφέθηκε στα δυνατά του χέρια και τον ακλούθησε. Κατεβαίνοντας άλλη μια έκπληξη την περίμενε. Εκεί που λίγες ώρες πριν ήταν το μουσείο στην θέση του υπήρχε μια τεράστια σάλα και ένα εξίσου τεράστιο τραπέζι. Επάνω υπήρχαν του κόσμου τα εδέσματα. Τα κοίταζε και δεν πίστευε μάλλον όνειρο έβλεπε.
Την ίδια στιγμή στην πόρτα φάνηκε μια αρχοντογυναίκα . Το βλέμμα της  γλυκό γεμάτο καλοσύνη. Την κοίταξε και έτρεξε κοντά της.
-Κορώνα μου κορίτσι μου είσαι καλά;
-Είμαι καλά….
-Παναγιώτα μου δεν με αναγνωρίζεις η μητέρα σου είμαι….
-Ναι . Απάντησε ξερά και μουδιασμένα.
-Τι έπαθε ; Ρώτησε και κοίταξε τον γαμπρό της.
-Σηκώθηκε και μου έλεγε ότι μάλλον είναι κάποια άλλη.
-Να καλέσουμε τον γιατρό Λιάκο μου. Θα πω στον βαρκάρη να πάει να τον φέρει. Δεν θέλω να μας έβρει καμία συμφορά . Αύριο γιε μου είναι ο γάμος σας..
 Κάθισαν όλοι μαζί. Σε λίγο έφτασε και ο πατέρας της οικογένειας. Τους κοίταζε και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Τους κοίταζε και μέσα της ένιωθε τρόμο. Που βρισκόταν ήθελε πολύ να μάθει. Είχε βρεθεί πολύ πίσω στον χρόνο. Η τσάντα της και τα προσωπικά της αντικείμενα είχαν χαθεί. Δεν είχε τίποτα. Είχε όμως μια μάνα και έναν πατέρα. Ή ίδια στην ζωή της δεν είχε μεγαλώσει με τους γονείς της. Οι άνθρωποι που την μεγάλωσαν όταν πια ήταν σε ηλικία να καταλάβει της εκμυστηρεύτηκαν ότι ήταν υιοθετημένη. Αυτή την στιγμή όμως βίωνε πως είναι να έχεις πραγματικούς γονείς. Η ζεστασιά στα μάτια αυτών των δύο ανθρώπων το καλοσυνάτο γεμάτο αγάπη άγγιγμα τους. Το φιλί της μητέρας στα μαλλιά της κόρης της, ήταν κάτι το ασύλληπτο. Το πρωινό της σε αυτό το ‘’άγνωστο ‘’ περιβάλλον με τους άνθρωπος που δήλωναν γονείς της , ήταν υπέροχο.
Προς το μεσημέρι ο αγαπημένος της Λιάκος  την πήγε βόλτα στο νησί. Το τσιμεντένιο κρηπίδωμα δεν υπήρχε. Παντού θάλασσα και δυο βαρκούλες ώστε να μεταφέρουν τον κόσμο του νησιού στην πόλη του Γυθείου. Τα σπίτια είχαν ζωηρό χρώμα ήταν σαν καινούργια δεν υπήρχε ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα ενώ άμαξες και άλογα διέσχιζαν τον χωματόδρομο. Ήταν όντως σε μια άλλη εποχή. Αλλά γιατί αυτή. Ποια ήταν. Τι ήρθε να κάνει εδώ.
Ο Λιάκος την κοίταξε γλυκά . Τα πράσινα μάτια του έσταζαν αγάπη. Την αγκάλιασε σφιχτά.
-Τρόμαξα σαν σε είδα να πέφτεις από το άλογο.
-Δεν το θυμάμαι.
-Είσαι καλύτερα τώρα; Συνήλθες;
-Θέλω να σου μιλήσω. Δεν με κατάλαβες πριν. Το όνομα μου είναι Ηλέκτρα….
-Θα ηρεμήσεις….. της είπε ενώ το βλέμμα του πάγωσε ξανά.
Δεν υπήρχε λόγος να μιλήσει ξανά να προσπαθήσει να εξηγήσει. Άδικος κόπος. Κανείς δεν θα την πίστευε. Έθαψε μέσα της τον πόνο της. Θα περίμενε να δει που θα βγει αυτό το ταξίδι στον χρόνο που είχε ξεκινήσει άθελα της….
Η νύχτα δεν άργησε  να έρθει. Κάλυψε τα πάντα στο διάβα της. Το νησί έμοιαζε με παράδεισο κάτω από το φως του φεγγαριού. Την άλλη ημέρα η Παναγιώτα θα γινόταν γυναίκα του Λιάκου και από Γρηγοράκου θα γινόταν επίσημα Καπετανακου. Ο Άγιος Πέτρος στην άκρη του βράχου στεκόταν λευκός και στολισμένος περιμένοντας την νύφη και τον γαμπρό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες κατέφθασαν στο νησί βάρκες  με τους καλεσμένους μέσα. Ο πύργος ήταν στολισμένος κα τα άλογα τα είχαν ντύσει ανάλογα για να μεταφέρουν την νυφη και τον γαμπρό στην εκκλησία.
Στο δωμάτιο επάνω περίμενε η νύφη ενώ οι υπηρέτριες της στόλιζαν τα μακριά μαλλιά της με λουλούδια. Στην πόρτα φάνηκε η μητέρα της με ένα κατάλευκο φόρεμα. Ήταν κεντημένο στο χέρι. Και το ύφασμα του ήταν μετάξί. Τα μανίκια ήταν μακριά και στο τελείωμα τους έχαν και αυτά κέντημα. Ήταν ονειρεμένο. Κάτι τέτοιο δεν είχε δει ξανά. Το ακούμπησαν ευλαβικά επάνω στο κρεβάτι και άρχισαν να την ντύνουν λέγοντας ένα μανιάτικο τραγούδι …
«Νύφη μου ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι,
το ταίρι σου ‘ναι ζηλευτό κι’ όμορφο παλικάρι,
στο σπίτι το πεθερικό στη γειτονιά οπού ‘ρθες
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν δέντρο να ριζώσεις,
και σαν μηλιά γλυκομηλιά, τους κλώνους σου ν’ απλώσεις
υγιούς εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα».
Τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα από την χαρά. Σίγουρα αυτή ήταν η προηγούμενη ζωή της. Σίγουρα αυτό ήταν το πεπρωμένο της. Όλα για κάποιο λόγο έγιναν. Ήταν για πρώτη φορά τόσο ευτυχισμένη.  Είδε τον εαυτό της μέσα σε αυτό το υπέροχο φόρεμα . Η μητέρα της έκλαιγε από χαρά  ενώ σιγοτραγουδούσε το μανιάτικο τραγούδι του γάμου.
Ένα στολισμένο άλογο την περίμενε στην είσοδο του πύργου. Βγήκε και ο πατέρας της την ανέβασε επάνω. Έστεκε σαν πριγκίπισσα μέσα στα λευκά και έκανε τους πάντες να μείνουν με το στόμα ανοιχτό. Το άλογο ξεκίνησε για τον Άγιο Πέτρο ενώ τα όργανα έπαιζαν μουσική, εκεί θα την περίμενε ο αγαπημένος της. Θα ήθελε να μην γυρνούσε ποτέ στην πρότερη ζωή της. Να ήταν αυτό ένα νέο ξεκίνημα. Να ζήσει μαζί με αυτούς τους γλυκούς ανθρώπους. Ορκίστηκε να μην αναφέρει ποτέ τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκε κοντά τους. Δεν ήταν η Παναγιώτα Γρηγοράκου κα το ήξερε καλά. Ήταν η Ηλέκτρα Σταματίου η υιοθετημένη κόρη του Γιώργου και της Πηνελόπης .



2 comments:

  1. Ένα ταξίδι στο χρόνο με τελικό προορισμό σε ένα πεπρωμένο που έμελλε να συναντήσει η ηρωίδα. Γιατί έτσι είναι... Οτι είναι γραφτό να γίνει θα γίνει. Όσο ανορθόδοξα και αν γίνει.. Μπράβο κοριτσάκι μου...

    ReplyDelete