Thursday, August 2, 2012



     Το ταξίδι....


Σκυμμένη σχεδόν με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο κάγκελο του καταστρώματος  και το αριστερό της πόδι να πατάει σε αυτά , έβλεπε το απέραντο γαλάζιο να απλώνεται μπροστά της. Ο αέρας φυσούσε τα μακριά μαλλιά της και τα έφερνε πίσω από τους ώμους της.  Η ζέστη αφόρητη. Μα ευτυχώς είχε προνοήσει , φορώντας μια βερμούδα και από πάνω ένα μακό κόκκινο φανελάκι. Αδύνατη όπως ήταν  και με το σακίδιο που είχε στην πλάτη της θύμιζε περισσότερο φοιτήτρια παρά  τα 38 της χρόνια. Τα καστανά της μαλλιά έλαμπαν στα χέρια του παιχνιδιάρη ήλιου.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Λίγες ώρες πριν πέρασε στιγμές που η θύμηση τους  της έκοβαν την καρδιά με χίλιες λεπίδες. Φρόντισε για αυτό ο λατρεμένος  που τον ονόμαζε σύζυγο…
Τον τελευταίο καιρό ο εν λόγο ‘’κύριος’’ καθυστερούσε να επιστρέψει από την δουλεία. Αυτό είχε αρχίσει να γίνεται έντονα ενοχλητικό , έτσι αποφάσισε να του μιλήσει μια και καλή εκείνο το απόγευμα.
Περίμενε καρτερικά με τα φώτα σβησμένα. Έτσι μόλις τον είδε  να μπαίνει μέσα  εμφανίστηκε ξαφνικά  από το πουθενά μέσα στο σκοτάδι. Εκείνος ταράχτηκε και τινάχτηκε.
-Τι κάνεις μωρέ πας καλά;
-Εγώ τι κάνω; Είπε εκείνη με περισσή ηρεμία.
-Τι θες τέτοια ώρα και τρομάζεις τον κόσμο;
-Που ήσουν ;  Τον ρώτησε με ποιο έντονο ύφος .
-Δικός μου λογαριασμός…. Απάντησε εκείνος όλο στόμφο.
-Δικός σου λογαριασμός ; Του απάντησε εκείνη χαμηλόφωνα  με βλοσυρό βλέμμα. Έκανε μια κίνηση , αργά με σταθερά βήματα γύρισε την πλάτη της. Κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο τους. Σε λίγα λεπτά ντυμένη σαν να ήταν να πάει εκδρομή , με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι και ένα σακίδιο στην πλάτη πέρασε από μπροστά του σαν να μην υπήρχε. Άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Προφανώς δεν περίμενε κάτι τέτοιο.
Η ώρα περασμένη και δεν κυκλοφορούσαν μέσα μαζικής μεταφοράς. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά της. Ζήτησε να  την πάει το λιμάνι του Πειραιά. Φτάνοντας κοίταζε να δει που θα την βγάλει ο δρόμος της. Ποτέ ως τώρα δεν είχε φανταστεί ότι ίσως κάποτε έκανε αυτή την κίνηση. Ένιωθε βαθιά μέσα της νικήτρια. Ήταν όμως;
Βρέθηκε μπροστά στο εκδοτήριο εισιτηρίων για τα Κύθηρα. Ναι, ήταν μια πολύ καλή ιδέα. Εκεί θα πήγαινε. Δεν είχε πάει ποτέ. Έβγαλε εισιτήρια χωρίς να το σκεφτεί καν. Κοίταξε την ώρα αναχώρησης είχε περίπου μια ώρα και κάτι. Έκανε βόλτα στο λιμάνι κοιτάζοντας τα τεράστια πλοία.  Στην σκέψη του άντρα της , την έπιασαν τα κλάματα. Έψαξε το κινητό της. Σίγουρα θα την έψαχνε. Δεν είχαν μαλώσει ποτέ έτσι. Έβαλε το χέρι της βαθιά μέσα στο σακίδιο της, τίποτα , το είχε ξεχάσει στο σπίτι. Τώρα πια θα είχε χάσει εντελώς τα ίχνη της. Δεν πειράζει ας πρόσεχε . Σκέφτηκε και πήρε μια ανάσα ανακούφισης. Συνέχισε την βόλτα της. Σε κάποια γωνία βρήκε μια καντίνα. Πάει καιρός από τότε που είχε απολύσει σάντουιτς – βρώμικο- όπως το έλεγε. Αγόρασε ένα ,γεμάτο με ότι είχε το μαγαζί. Ξεκίνησε να το τρώει λαίμαργα.
- Θεέ μου τι ελευθερία ….. Σκέφτηκε.
Όταν τελείωσε έγλειψε σαν μικρό παιδί τα δάχτυλα της. Κοίταξε την ώρα είχε περάσει έμενε μισή ώρα για να ξεκινήσει. Μπήκε στο πλοίο. Κοίταξε πίσω της  σαν να μην γυρνούσε ξανά. Σαν να ήθελε οι εικόνες να αποτυπωθούν στο μυαλό της. Εκείνες οι εικόνες, η ηρεμία του λιμανιού, η νύχτα, το δροσερό αεράκι καθώς και το σακίδιο ελευθερίας που κουβαλούσε στην πλάτη της…
Το ταξίδι ξεκίνησε. Σε λίγες ώρες θα πάταγε τα πόδια της σε έναν άγνωστο τόπο. Μόνη, θα μπορούσε να σκεφτεί. Πάνω από όλα βέβαια έπρεπε να σκεφτεί μια καλή δικαιολογία για την δουλειά της . Έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε.
Σε λίγη ώρα ξημέρωσε. Σηκώθηκε από το παγκάκι του καταστρώματος που είχε κοιμηθεί και καθώς τέντωνε τα χέρια της …
Ένα μικρό νησάκι με ένα φάρο εμφανίστηκε μπροστά της. Στο κέντρο του ανάμεσα στα δέντρα δέσποζε ένας πύργος  μεσαιωνικός. Και παραδίπλα ένα όμορφο ξεχωριστό εκκλησάκι ντυμένο στα λευκά. Έμοιαζε φύλακας του πανέμορφου τοπίου.
Πλησίασε τον διπλανό της να ρωτήσει ποιο ήταν αυτό το μέρος.
-Το Γύθειο, θα κάνει στάση. Θα έχετε την ευκαιρία όσο θα παραμείνει στο λιμάνι να περιπλανηθείτε.
-Θα το κάνω σίγουρα , είπε με τον ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού………
Το πλοίο έφτασε στην προβλήτα του λιμανιού του Γυθείου. Κοίταζε το όμορφο τοπίο. Ποτέ δεν είχε έρθει σε αυτή την πλευρά της Πελοποννήσου. Ρώτησε την ώρα αναχώρησης και αμέσως μετά κατέβηκε για να περιπλανηθεί να γνωρίσει την όμορφη πόλη. Βρέθηκε στον μόλο με τον τεράστιο άγαλμα του ναύτη που δείχνει την πόλη του Γυθείου , που στέκεται κτισμένη στους πρόποδες τους βουνού. Περπάτησε και πήρε βαθιά ανάσα θέλοντας έτσι η αλμύρα να περάσει μέσα της να ποτίσει τα σωθικά της. Στάθηκε και κοίταξε τις μικρές ψαρόβαρκες.  Συνέχισε να περπατάει. Βρέθηκε μπροστά σε μια πέτρινη σκάλα έγειρε λίγο ώστε να δει που καταλήγει, στο τέλος της είδε ένα σοκάκι. Τρελαινόταν για σοκάκια. Την ανέβηκε γρήγορα. Ο δρόμος στον όποιο κατέληγε μύριζε δυόσμο και βασιλικό. Τα παραδοσιακά σπιτία με τα μικρά μπαλκονάκια τους βρίσκονταν εκεί επί αιώνες σαν φύλακες της ιστορίας της Μάνης. Το χρώμα τους είχε πια χαθεί αλλά οι ένοικοι φρόντιζαν καλά να μην χαθεί η ζωή…
Μέσα στις μυρωδιές και τα χρώματα πέρασε ακόμα μια σκάλα. Αυτή τη φορά στάθηκε μπροστά και αυτό που είδε την έκανε να αναφωνήσει.
-ΟΥΑΟΥ!!!
Μπροστά της το νησί που έβλεπε από το καράβι. Το στολίδι του Γυθείου. Κοίταξε λίγο αριστερά προς το λιμάνι και είδε …….

Συνεχίζεται....

1 comment: