Monday, May 20, 2013

Η κηδεία.......



Της είχαν πει ότι αν κάνει οικογένεια θα ολοκληρωθεί. Άκουσε λοιπόν το ένδοξο σόι και προχώρησε εις γάμον κοινωνία με το  έτερον της ήμισυ. Μικρή ούτε είκοσι τέσσερα δεν ήταν όταν πέρασε την πόρτα της εκκλησίας ντυμένη στα λευκά συνοδευόμενη από αδερφό και πατέρα. Όλο το ένδοξο σόι όπως είπαμε παραπάνω την ανέλαβαν εξολοκλήρου να την μετατρέψουν σε μια παραδοσιακή σύζυγο. Στην πορεία αυτής της εκπαίδευσης ήρθε και το πρώτο παιδί….. Κορίτσι …. Όλα όμορφα, όλα καλά. Το σπίτι γέμισε χαρά. Το παιδί όμως μεγάλωσε και τα έξοδα μεγάλωσαν και αυτά. Άφησε λοιπόν το βελονάκι και την φασίνα και βγήκε στην αγορά εργασίας. Παιδί, δουλειά , συζυγικές υποχρεώσεις. Πως θα μπορούσε να είναι παραδοσιακή, πως θα μπορούσε να ζήσει τον ονειρεμένο γάμο , την ονειρεμένη οικογενειακή ζωή. Το δεύτερο παιδί δεν άργησε να φανεί …. Αγόρι.  Τα πράγματα πιο δύσκολα. Τριών το πρώτο , η δουλειά απαιτητική. Ο άντρας προσπαθεί αλλά δεν τα καταφέρνει να τα προλάβει όλα…. Εκείνη ένα πολυμηχάνημα ακούραστο. Όμως κάτι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε  να προλάβει τα πάντα. Ένα αμάξι θα την έσωζε λοιπόν. Μια και δυο, στα 30 κοντά έμαθε το τιμόνι. Το πολυμηχάνημα έβγαλε και ρόδες…ω….ρε γλέντια. Στην πορεία ήρθε και το τρίτο παιδί…το πιο όμορφο το πιο καλοβαλμένο. Το βλαστάρι της. Τώρα πια ολοκληρώθηκε η οικογένεια, μεγάλωσε και το αμάξι. Έγινε πενταθέσιο μεγάλωσαν και οι αποστάσεις. Αγγλικά , γαλλικά, χορός , μπάσκετ, φίλοι. Το αμάξι έτρεχε και μαζί του η Μαρίνα η γκαζιάρα. Το σπίτι το έβλεπε λίγο. Άφηνε τα κλειδιά της και πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα τα βούταγε πάλι και δώστου από την αρχή.
Πέρασαν τα χρόνια , η Μαρίνα έγινε ο διανομέας για τα τέκνα της. Όλη την ημέρα στην δουλειά και όλη την υπόλοιπη να κάνει διανομή στις εξωσχολικές υποχρεώσεις. Μετά σίδερο , συγύρισμα. Ξέρετε τώρα…γυναίκες είστε. Και μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν και οι γονείς καθώς και η γιαγιά. Και τι γιαγιά! Την είχε ξεχάσει ο Θεος – για καλό όμως.
Η μεγάλη κόρη η Δέσποινα την ημέρα εκείνη είχε να πάει στο θέατρο, ο Άγγελος ο μεσαίος είχε να παίξει αγώνα μπάσκετ. Και η μικρή είχε μια ομαδική εργασία . Τα είχε η Μαρίνα φέρει έτσι στο μυαλό της ώστε να της βγουν οι ώρες. Μέχρι που….
Το τηλέφωνο χτύπησε πρωί-πρωί.
‘’Έλα κορίτσι μου….’’ Η φωνή της γιαγιάς.
‘’Γιαγιά , συμβαίνει κάτι; Τι ώρα είναι αυτή αξημέρωτα;’’
‘’Τίποτα κορίτσι μου πέθανε η θεία η Κούλα. Να στο πω ήθελα, στην κηδεία θα έρθεις;’’ Η ερώτηση θα έπρεπε να είναι στην κηδεία θα με πας…;
‘’Ναι γιαγιά μου θα έρθω. Τι ώρα είναι;’’
‘’Στις πέντε κόρη μου.’’
‘’Εντάξει γιαγιά μου’’ Της ήρθε κάπως. Από την μια έφυγε η θεία Κούλα –το ένδοξο σόι που είπαμε και από την άλλη….η μικρή είχε την εργασία στις πέντε και μισή. Θα προλάβαινε μάλλον…
Το πρωινό έφυγε σύντομα. Στην δουλειά ο χρόνος ή που θα μένει στάσιμος ή που δεν θα προλαβαίνεις να κάνεις τίποτα και θα έχεις μείνει πίσω. Έφυγε με το γκάζι στο πόδι τσίτα να προλάβει την μικρή, να την ετοιμάσει να πάει την μεγάλη στο θεατρικό και να αφήσει τον άντρα της οικογένειας στον αγώνα. Αναγκαστικά η μικρή θα ήταν μαζί της στην κηδεία. Δεν της άρεσε σαν ιδέα αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Ο άντρας άφαντος στην δουλειά του.
‘’Ντύσου φεύγουμε.’’ Φώναξε στην μικρή εκείνη υπάκουσε αλλά ξίνισε λίγο το μουτράκι.
Μπήκαν  όλοι στο αυτοκίνητο, ο Άγγελο κοίταζε το ρολόι του. ‘’Θα έρθεις να με πάρεις στις εφτά’’ είπε. Ένα εντάξει  ακούστηκε από την θέση του οδηγού. Η μεγάλη σταρ  της έκανε νόημα και μετά της ανέφερε ότι στις εφτά και σαράντα θα έπρεπε να είναι έξω από την σχολή. Η ώρα πλησίαζε πέντε κα εκείνη σκεφτόταν την θεία Κούλα. Εντάξει ακούστηκε ξανά. Η μικρή άρχισε την γκρίνια ότι την κουβάλαγε σε κηδείες και δεν ήταν η ηλικία της για τέτοια πράγματα. Της εξήγησε ότι δεν θα καθυστερήσουν και θα είναι στην ώρα της στην φίλη της.
Έκανε την διανομή και έφτασε επιτέλους στο νεκροταφείο. Εκεί παραταγμένο όλο το σόι. Όλες οι θείες και η γιαγιά σαν άλλος φίλαρχος στην μέση. Το μυστήριο άργησε να αρχίσει οι δείκτες του ρολογιού στέκονται όμως; Όχι βέβαια. Η μικρή άρχισε πάλι του μουρ μουρ δίχως να σκεφτεί. Την βουτάει την πάει στην φίλη της. Γυρίζει στην κηδεία όπου είχαν πια τελειώσει. Η γιαγιά την παρακαλεί να την πάει στο σπίτι της αλλά όχι μόνη μαζί με το ένδοξο σόι. Που να περπατήσουν τόσον ετών γυναίκες. Τρέχει φέρνει το αμάξι –όπισθεν παρακαλώ- ακριβώς έξω από το  νεκροταφείο. Μπαίνουν μέσα, η γιαγιά – μπροστά. Η θεία Ευτέρπη πίσω δίπλα στην θεία Αντιγόνη που δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τον θείο Αριστείδη. Δίπλα η θεία Πηνελόπη. Σαν να λέμε το αμάξι με τις θείες. Φτάνουν στο σπίτι ξεφορτώνει τους βγάζει να καθίσουν στην αυλή. Ζέστη είχε. Φτιάχνει και κάτι πρόχειρο υπό τις υποδείξεις της γιαγιάς. Ξεκινάει η συζήτηση για την θεία Κούλα ……
Το ρολόι όμως… Η ώρα κόντευε εφτά αφήνει το ένδοξο σόι και τρέχει να προλάβει τον Άγγελο. Κίνηση στον δρόμο πριν πει κύμινο που λέει και ο λαός είχε φτάσει κιόλας η ώρα της μεγάλης. Πατάει το γκάζι στην ώρα της για την επόμενη παραλαβή. Τους αφήνεις το σπίτι. Τρέχει να πάρει την μικρή σε μια κατάσταση  μισολιπόθυμη.  Κακήν κακώς την κρατάνε να φάνε μαζί αφού τα μικρά έπαιζαν. Την κερνάνε ένα κρασί και εκείνη απλά κοιτάζει το βλαστάρι της που παίζει και το χαμόγελο φτάνει ως τα αφτιά της. Αξίζει τον κόπο λέει δυνατά. Χαμογελά και ζητάει άλλο ένα ποτήρι κρασί.

Δεν ξέρω αν το περιέγραψα όπως το άκουσα σήμερα. Το στόμα της έρμης ΄΄ΜΑΡΊΝΑΣ’’ πήγαινε ροδάνι ώστε να μου εξιστορήσει την ημέρα της. Και όμως υπάρχουν και τέτοια άτομα - ακούραστα
που δεν σταματούν ποτέ…..

No comments:

Post a Comment